Θα θυμάμαι για πάντα τις μέρες που ήμασταν παιδιά, οι τρεις μας με την μητέρα μας. Πάντα αντιμετωπίζαμε την Αλίκη σαν την παιδούλα μας. Και εκείνη, στο σπίτι της αλλά και στον Θεολόγο, απαγόρευε στην γυναίκα μου να με περιποιείται γιατί ήθελε να το κάνει εκείνη, να μου φέρει την μπύρα μου, να με σερβίρει… Μαζί μας πάντα ήταν απλή. Της άρεσε πολύ η πανσέληνος και όταν ερχόταν σπίτι μας, με πανσέληνο, καθόμασταν στο μπαλκόνι μέχρι το ξημέρωμα, και τραγουδούσαμε τραγούδια της αγαπημένα, από την “Μανταλένα”. Είναι τόσο έντονη η παρουσία της που, ακόμα και τώρα, όταν έχει πανσέληνο, κάθομαι και σιγοτραγουδάω αυτά τα τραγούδια που λέγαμε τότε, όπως το “Θάλασσα πλατειά”… Η Αλίκη ήταν το alter ego μου! Όταν έφυγε, μίσεψα, ήταν το τελευταίο κορίτσι της οικογένειάς μου –και εκείνη, και εγώ και ο Αντώνης, έχουμε αγόρια.
Στις προσωπικές της στιγμές, όπως όταν ήμασταν οικογενειακά, η Αλίκη ήθελε να περνάει απλά. Επειδή κοσμικά ήταν αναγκασμένη να ζει με τους “τύπους”, στις ιδιωτικές της στιγμές ήταν μια απλή κοπέλα. Συνηθίζω να λέω πως ήταν “δισυπόστατη”, ήταν ήρεμη αλλά και ανταριασμένη, απλή και δαιδαλώδης, απαλή και ακανθώδης, κι έπρεπε να ήταν από όλα, εμείς όμως την νιώθαμε σαν παιδούλα μας.
Στην πρώτη της ταινία, “Το Ποντικάκι”, που γυριζόταν βράδια στην Τρούμπα, ήμουν θεατής. Ακόμα και τώρα θυμάμαι στην ταινία που έκανε με τον Κώστα Μανουσάκη, το “Έρωτας στους αμμόλοφους”, που γυριζόταν στην Λούτσα και κοιμόμασταν όλο το συνεργείο σε αντίσκηνα. Μαγειρεύαμε μόνοι μας, γιατί δεν υπήρχαν ταβέρνες. Εννοείται πως και η Αλίκη έμενε μαζί μας, αν και είχε την δική της σκηνή, αλλά το απολάμβανε γιατί ήταν ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπούσε και την αγαπούσαν. Ενδιαφερόταν πάντα για τις ιστορίες των συνεργατών της. Ήθελε να ακούει τα προβλήματά τους, και πάντα με τον τρόπο της, βοηθούσε. Κάτι που βεβαιώνει και ο Κώστας Βουτσάς είναι ότι χάρη στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, ανέβηκαν τα κασέ των ηθοποιών. Επίσης δημιουργήθηκαν τα καμαρίνια, γιατί στην επαρχία δεν υπήρχαν, και όταν προσκαλούσαν την Αλίκη με τον θίασό της, εκείνη τους έλεγε “φτιάξτε καμαρίνια για να έρθουμε”, κι έτσι πάρα πολλοί τα έφτιαξαν.
Στην “Αστέρω”, στην Λειβαδιά, σε ένα γύρισμα στον Μαυροπόταμο, μπλέχτηκαν τα πόδια της σε κάτι κλαδιά και πνιγόταν. Βούτηξα αμέσως, με το σακάκι μου και την έβγαλα.
Η Αλίκη είναι παρούσα ακόμα και σήμερα, το συνειδητοποιώ καθημερινά όταν βλέπω μικρά παιδιά των 5-6 ετών -που σημαίνει ότι ήταν μείον 15 όταν έφυγε η Αλίκη-, να μιλάνε για την Αλίκη, να την βλέπουν και να την λατρεύουν. Υπήρξαν παγκοσμίως μεγάλες ηθοποιοί, που κράτησαν μια δεκαετία, 15 χρόνια, αλλά η Αλίκη ήταν πρώτη για 40 χρόνια!
Άγγελος Αντωνόπουλος:
«Έχω μεγάλες και συγκλονιστικές εμπειρίες με την Αλίκη, την αξεπέραστη, που φαίνεται ότι δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει ανάμεσα μας και να γοητεύει τους ανθρώπους που είναι μιας καινούριας γενιάς. Κι αυτό δείχνει την επικοινωνιακή δύναμη και την δύναμη της γοητείας της! Η Αλίκη είχε μια πηγαία λάμψη και αυτό το είδα πολύ έντονα, όταν ταξιδεύαμε, όπως τότε που είχαμε πάει στην Βενετία για τα γυρίσματα του “Σ’ αγαπώ”. Σταθήκαμε μια στιγμή να κάνουμε ένα πλάνο, ένα προγραμματισμένο πλάνο. Και τότε, βλέπω ότι μαζεύτηκε αστραπιαία κόσμος γύρω της… Αυτό σήμαινε ότι η Αλίκη είχε μια έλξη σε ανθρώπους ξένους που δεν την ήξεραν, που δεν γνώριζαν ότι είναι σταρ. Αλλά έβλεπαν αυτή την γοητεία… Τέτοιου είδους φαινόμενα ζήσαμε και στο Παρίσι και στην Ρώμη, όπου η Αλίκη αμέσως δημιουργούσε μια “ένταση”. Αυτό είναι αξεπέραστο! Ακόμα και σήμερα επικοινωνεί με τον κόσμο, και κυρίως με τα νέα παιδιά, που λένε αμέσως: “Α, η Αλίκη!”, χωρίς ενδεχομένως να τους το έχει διδάξει κάποιος.
Με την Αλίκη συνεργάστηκα στο θέατρο αλλά και στον κινηματογράφο: “Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά”, “Σ’ αγαπώ”, “Πονηρό θηλυκό, κατεργάρα γυναίκα”. Στο “Ωραία μου Κυρία”, δουλέψαμε για δύο σεζόν –η επιτυχία ήταν τέτοια που το ξεκινήσαμε καλοκαίρι και το συνεχίσαμε χειμώνα… Ήταν δουλευταρού, ακαταπόνητη, συνεχής παρουσία και εξαιρετική με τους συνεργάτες της. Εγώ χαιρόμουν πάρα πολύ που βρισκόμουν μαζί της σε δουλειές! Σκηνικά ήταν, επίσης, πολύ έξυπνη, και αν καμιά φορά μου έκλεινε το μάτι κατά την διάρκεια της παράστασης, ήταν για να εισπράξουμε μαζί την τρομακτική ευφορία από το κοινό, εκείνη την στιγμή. Περνάγαμε πάρα πολύ ωραία όταν ήμασταν εκτός Αθηνών, όπως όταν παίζαμε στην Θεσσαλονίκη και μετά την παράσταση πηγαίναμε στου “Κρικέλα”. ‘Έχω να θυμάμαι απίστευτες βραδιές εκεί, και με την παρουσία του Αλέκου Σακελλάριου, με τον ίδιο να παίζει φυσαρμόνικα! Πολλές φορές, στα γυρίσματα, η Αλίκη έφτιαχνε ένα πρόχειρο μενού, άλλες φορές είχαμε ωραίες επισκέψεις όπως του Νάσου Μπότση, ενός σπουδαίου μπον-βιβέρ, ενώ πολλά βράδια ήμουν καλεσμένος στο σπίτι της, σε προχωρημένη ώρα, όπου ήταν τόσο ξεχειλισμένη η προσωπικότητα και ο ψυχισμός της…».
Νόρα Βαλσάμη:
«Είναι τόσες πολλές οι αναμνήσεις με την Αλίκη, γιατί ήταν η πιο αγαπημένη μου φίλη –καρδιακή και αληθινή φίλη, και όχι η Αλίκη που την έβλεπαν στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Καρδιακή επί της ουσίας! Μου λείπει πάρα πολύ και ακόμα δεν το έχω ξεπεράσει. 10 χρόνια μετά την γνωριμία μας και την αρχή της φιλίας μας, εκείνη έφυγε… Την γνώρισα ουσιαστικά την πρώτη μέρα της “Λυσιστράτης”, το 1986. Πιο πριν, την ήξερα μόνο κοσμικά. Με την “Λυσιστράτη”, όπου εγώ έκανα την Μυρίνη, παίξαμε στην Επίδαυρο για δύο μέρες -εκεί έγινε η πρεμιέρα-, μετά περιοδεία και Ηρώδειο.
Θυμάμαι πολλές διακοπές, στο σπίτι της, στον Θεολόγο. Μια αγαπημένη μας συνήθεια ήταν να ανεβαίνουμε στα κεραμίδια, να βλέπουμε το ηλιοβασίλεμα, να τραγουδάμε Μητροπάνο, και μετά να κλαίμε… Τι να πρωτοθυμηθώ; Τραπέζια στο σπίτι της, όπου έπαιζαν με τις ώρες χαρτιά, με τον Λεμπέση, και πολλούς άλλους φίλους… Μου έδινε 5000 δραχμές τότε, για να παίζω εγώ πόκα, “παίξε εσύ για μένα” έλεγε, και πάντα τα έχανα. Και μετά μου έδινε άλλες 5000 δραχμές για να ξαναπαίξω. Μια άλλη φορά, που δεν θα ξεχάσω, μου έκανε το τραπέζι, μόνο για τις δυο μας. Μαγείρεψε μακαρόνια με γαρίδες: “Απόψε είναι μόνο για μας, δεν θέλουμε κανένα!”, είπε. Με λάτρευε και την λάτρευα, η μια τιμούσε την άλλη, και υπήρχε σεβασμός. Είμαι τόσο τυχερή που έζησα μια τέτοια φιλία…».
Δάνης Κατρανίδης:
«Ό,τι και να πεις κανείς για την Αλίκη, είναι λίγο. Είμαστε στο 2017, κι όμως εξακολουθούμε να μιλάμε γι’ αυτό το φαινόμενο! Γιατί ήταν ξεχωριστή! Πολλές φορές, κάποιος είναι καταπληκτικός στον κινηματογράφο και λιγότερο καλός στο θέατρο, και το αντίστροφο, ε, η Αλίκη ήταν και στα δύο καταπληκτική. Για εκείνη προηγείτο η δουλειά, οι συνεργάτες της. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο –είμαι σίγουρος ότι θα δούλευε ακόμα και στον ύπνο της. Εμπιστευόταν τους συνεργάτες της, ζητούσε πάντα την γνώμη τους, αν και η τελική απόφαση ήταν δική της. Ανεξάρτητα από την πορεία που είχε κάθε παράσταση, ήταν πάντα ανοιχτή στο καινούριο, άκουγε ποιος αρέσει, τι παίζει στο Λονδίνο και στην Αμερική και πάντα συνεργαζόταν με τα νιάτα, έδινε ευκαιρίες στα νέα παιδιά.
Έπαιζα για οκτώ χρόνια στο Εθνικό, όταν ήρθε και με είδε στον “Γυάλινο κόσμο” –έπαιζα τον Τζιμ, με Λώρα την Ράνια Οικονομίδου, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Μετά την παράσταση, ήρθε να με δει στο καμαρίνι, με ρώτησε αν με είχε ξαναδεί κάπου αλλού, και της απάντησα ότι με είχε δει στον “Υπάλληλο” του Χουρμούζη -το θυμόμουν γιατί είχε έρθει σε εκείνη την παράσταση με τον φίλο μου, Γιάννη Φέρτη, που έπαιζαν μαζί-, και κατευθείαν μου έκανε πρόταση για τον Κομπέρ στο “Καμπαρέ”.
Συνεργαστήκαμε σε πολλά μιούζικαλ, ξεκινήσαμε από το “Καμπαρέ”, και συνεχίσαμε με την “Καμπίρια” (Sweet Charity), την “Εύθυμη Χήρα”, όπου έπειτα από δύο χρόνια την επαναλάβαμε με τον ίδιο χαμό! Περνάγαμε καταπληκτικά, εντός και εκτός σκηνής. Είχε απίστευτο χιούμορ, γιατί έκανε χιούμορ πρώτα με τον εαυτό της. Όταν έβγαινε στην σκηνή και έβλεπε μεγάλες κυρίες, έλεγε: “Να, ήρθαν οι συμμαθήτριες!”. Είχαμε πάει μια μεγάλη περιοδεία στην Αυστραλία με το “Νυφικό Κρεβάτι”. Αυτό που έγινε εκεί δεν περιγράφεται! Υπήρξε λατρεία, όλοι ήθελαν να την αγγίζουν, να πιάσουν τα μαλλιά της, να την φιλήσουν. Εννοείται πως η Αλίκη το απολάμβανε… Έχουμε ταξιδέψει μαζί και στην Αμερική, για μια παράσταση φιλανθρωπική, με πολλούς τραγουδιστές και ηθοποιούς –Ντίνος Ηλιόπουλος, Σταμάτης Φασουλής, Τάνια Τσανακλίδου. Άλλος χαμός έγινε εκεί, στο “Madison Square Garden” της Νέας Υόρκης!
Όπως γνωρίζετε, η Αλίκη ξεκίνησε χωρίς πατέρα, μεγάλωσε με την μάνα και τους δυο μικρότερους αδελφούς της, και κατάφερε να μεγαλώνουν γενιές και να μιλάνε για εκείνη. Είναι για μένα η επιβεβαίωση της άποψης ότι “τύχη είναι όταν συναντιέται η προετοιμασία με την ευκαιρία”. Απέδειξε ότι είναι ο μύθος που έγινε πραγματικότητα και ξαναγύρισε στον μύθο!
Όπως πολύ εύστοχα είχε πει η ίδια, “ο άνδρας της ζωής μου είμαι εγώ”, γιατί ήταν ο στυλοβάτης όλου του σπιτιού της. Αγαπούσε τους φίλους της, ήταν πάντα δίπλα τους, και φυσικά, υπερασπιζόταν τις γυναίκες. Όταν με έβλεπε “φορτωμένο” με κάποια κοπέλα που μου άρεσε, μου έλεγε μια ατάκα από την “Εύθυμη Χήρα”, κάνοντας λογοπαίγνιο με το όνομά μου: “Ντανίλο, συγκρατήσου!”».
Γιάννης Μπέζος:
«Με την Αλίκη συνεργάστηκα θεατρικά τρεις φορές. Στα πολύ πρώτα μου βήματα, την σεζόν ‘81-‘82 στην “Εβίτα”, στο “θέατρο Αλίκη”, το καλοκαίρι του ’83 στην “Εύθυμη Χήρα”, στο καλοκαιρινό “Αλίκη”, και το ’91 επέστρεψα εκεί όπου είχα κάνει τα πρώτα μου βήματα, στο “Αλίκη” για την “Κυρία δεν με μέλει”.
Όταν τελείωνε η παράσταση, και επειδή ο κόσμος ήθελε να δει την Αλίκη από κοντά, όλοι έφευγαν μέσα από τα καμαρίνια, και έβγαιναν στην στοά -από την έξοδο κινδύνου- αφού χαιρετούσαν την Αλίκη. Και εκείνη τους χαιρετούσε υπομονετικά, έναν-έναν. Αυτό ήταν ένα έξυπνο κόλπο για να μη γίνεται συνωστισμός με τον κόσμο που περίμενε να μπει στην βραδινή παράσταση.
Με την Αλίκη είχαμε σχέση πολύ κοντινή, πήγαινα πολλές φορές στο σπίτι της, αλλά και στο κτήμα της στον Θεολόγο. Το σπίτι της ήταν κατά κάποιο τρόπο, open house. Φεύγαμε εμείς αρκετά αργά και έβλεπα άλλους να ανεβαίνουν –μια φορά, φεύγοντας, είχα δει, νομίζω, τον Λαζόπουλο στο δρόμο και μου λέει: “Πάω στης Βουγιουκλάκη!”.
Μετά το θέατρο πηγαίναμε εκεί, όπου τρώγαμε, και περνούσαμε ωραία. Παίζαμε πόκα -όχι μπιρίμπα-, με τον Ερρίκο Ανδρέου, τον Κοσμά Ζαχάρωφ, τον Γιώργο Μιχαηλίδη. Η Αλίκη δεν έπαιζε ποτέ, αλλά ήταν υπέροχη οικοδέσποινα. Εμείς μπορεί να παίζαμε μέχρι το πρωί, και η Αλίκη να πήγαινε κάποια στιγμή στο δωμάτιό της για να κοιμηθεί. Εγώ, συνήθως, έφευγα κατά τις τρεις το πρωί για να ξυπνήσω νωρίς λόγω γυρισμάτων.
Γενικά, η Αλίκη ήταν large, και στα θέματα παραγωγής -είχε πάντα τους καλύτερους συντελεστές και ηθοποιούς-, αλλά και στις διαπροσωπικές της σχέσεις. Τα καλοκαίρι του 1983, στο “Κηποθέατρο Αλίκη”, στο Πεδίον του Άρεως, έπαιζα μαζί της στην “Εύθυμη Χήρα”. Το θέατρο ήταν εξαιρετικό, μέσα στο πάρκο, και είχε ένα υπέροχο μπαρ, με βιενέζικη διακόσμηση, τραπέζια φερ-φορζέ, μουσικούς… Αρκετά βράδια, μαζευόμασταν εκεί μετά την παράσταση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, ένα βράδυ, όπου η Αλίκη έκανε ένα τραπέζι στον χώρο του μπαρ. Έτσι, μετά την παράσταση, βρεθήκαμε όλοι από τον θίασο στο μπαρ, όπου υπήρχε catering, ορχήστρα, και ήρθαν διάφοροι φίλοι της Αλίκης, όπως η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο, η Ζωή Λάσκαρη με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο, ο Αλέκος Αλεξανδράκης με την Νόνικα Γαληνέα, ο Σταμάτης Φασουλής, η Μαρινέλλα, κ.α. Φάγαμε υπέροχα, γελάσαμε πολύ, και στο τέλος, τραγουδήσαμε μαζί με την ορχήστρα. Είναι μια ανάμνηση που, 34 χρόνια μετά, μου έρχεται στο μυαλό τόσο γλυκά… Νομίζω πως αυτή η εποχή έχει περάσει ανεπιστρεπτί!».
Δημήτρης Τσίτουρας – Δικηγόρος/Επιχειρηματίας/Συλλέκτης:
«Την Αλίκη την γνώρισα το 1959 -ως νεαρός θαυμαστής της- όταν έπαιζε στο έργο “Τόπο στα Νιάτα” στο “Θέατρο Μουσούρη”. Ήμουν μικρό παιδί, μου έγραφε πολλές αφιερώσεις. Γυρίζοντας από το Λονδίνο, όπου σπούδασα και εργαζόμουν για 19 σχεδόν χρόνια, το 1978, βρεθήκαμε κοινωνικά, της θύμισα τα γεγονότα, και γίναμε φίλοι σε νέα βάση πια. Μας είχε καλέσει σε δείπνο, ένας κοινός μας φίλος, ο Γιώργος Νάκος -εγώ ήμουν γνωστός με τον Γιάννη Τσαρούχη-, οπότε εκεί ξαναβρεθήκαμε και μάλιστα κάτσαμε δίπλα-δίπλα. Αμέσως, συνειδητοποιήσαμε ότι είχαμε μια χημεία καταπληκτική. Έκτοτε, πάντα ήξερε πως την σεβόμουν και την προστάτευα.
Για τον χρόνο που περνάει, απέφευγε να μιλάει. Την ενδιέφερε μόνο το μέλλον. Ακόμα και στις διακοπές της σκεφτόταν τι θα κάνει μετά, ποια παράσταση, ποια συνεργασία –ποτέ δεν ξεκουραζόταν!
Στο σπίτι της, ήταν πολύ καλή οικοδέσποινα, της άρεσε να μαγειρεύει. Καθόμασταν στην κουζίνα, έβγαζε από το ψυγείο μπιφτέκια και μου έφτιαχνε. Και πάντα την πείραζα λέγοντάς της: “Τι ωραία να μου μαγειρεύει η Εθνική Σταρ!”. Σε έναν χορό, το 1991, χόρευα με την Αλίκη –χόρευε πολύ ωραία εκείνη. Αυτό που μου είχε κάνει τόσο εντύπωση ήταν πόσο πούπουλο ήταν –είχε ένα αέρινο κορμί. Γενικά, η ίδια ήθελε να κρατήσει τον μύθο της γιατί ήταν κυριολεκτικά ένας ζωντανός μύθος! Συμβόλιζε όλη την αθωότητα της μετεμφυλικής γενιάς της Ελλάδος, και εξέπεμπε αισιοδοξία. Βέβαια, ήταν μια σκληρή επιχειρηματίας που προσπαθούσε να σταθεί και στάθηκε.
Από την πρώτη μας γνωριμία, την έχω δει σε όλες τις παραστάσεις, αλλά εκεί όπου ήταν καταπληκτική ήταν στην “Εβίτα”. Ακόμα και ο παραγωγός της “Εβίτα” είχε δηλώσει ότι “η Αλίκη ήταν η καλύτερη Εβίτα παγκοσμίως!”.
Τον Βλάσση τον ήξερα πριν την Αλίκη. Νιώθω πως ήταν από τις ωραιότερες σχέσεις της –είχε δυναμισμό, χιούμορ, “Βρε, Βλάση, μην πειράζεις”, του έλεγα, και εκείνη χαμογελούσε πονηρά. Νομίζω πως ήταν πολύ χαρούμενη με τον Βλάσση, γιατί ήταν ο ίδιος πειραχτήρι και έδινε μια μεγάλη ζωντάνια στην παρέα. Βέβαια, και ο Κώστας ήταν εξίσου καλό παιδί.
Τότε, πηγαίναμε στο “club Εργοστάσιο”, στον Άγιο Δημήτριο. Ήταν το δικό μας “studio 54” , κατά κάποιο τρόπο. Ήταν καταπληκτικό, όταν έμπαινε η Αλίκη στο μαγαζί γινόταν ένα με τον κοινό. Είχε καταφέρει να πιάσει όλες τις ηλικίες! Γινόταν χαμός, η Αλίκη χόρευε σαν τρελή, έρχονταν ο κόσμος και της μίλαγε, ήταν πάρα πολύ επικοινωνιακή και δεν σνόμπαρε καθόλου τον κόσμο –υπήρχε μια ζεστασιά ανάμεσά τους!
Σαν την Αλίκη, να βγαίνει μια στον αιώνα –αν βγει… Έχουν περάσει πολλοί, καλοί ηθοποιοί, αλλά αυτή την μεγάλη λάμψη δεν την έχει καμία!».
Κάτια Δανδουλάκη:
«Την αγαπούσα πάρα πολύ! Για μένα, η Αλίκη ήταν ένα παραμύθι –από εκείνα τα σπάνια παραμύθια που συντροφεύουν τους νέους κάθε ηλικίας της ψυχής μας. Ήταν η Σταχτοπούτα –μαζί της μεγάλωσαν γενιές παιδιών, όλων των ηλικιών. Τους έδωσε απλόχερα το παραμύθι της ζωής, από την φωτεινή του πλευρά. Πρόσφερε αυτό το όνειρο, ήταν φτιαγμένη γι’ αυτό, το οποίο δεν το έκανε στοχευόμενα, γιατί αυτό ήξερε να κάνει καλύτερα από καθετί. Ήταν ένα ζουμερό πλάσμα, υγιές και λαμπερό, γεμάτο από αθωότητα και πονηριά ταυτόχρονα. Από εκείνες τις περιπτώσεις που τις έχουμε ανάγκη τόσο πολύ στην ζωή μας και, για κάποιους λόγους μπορούμε και να τις σνομπάρουμε τόσο πολύ. Την έβλεπαν όλοι, είτε επειδή την θαύμαζαν είτε γιατί ήθελαν να την κριτικάρουν αρνητικά, αλλά το θέμα είναι ότι όλοι την έβλεπαν. Ήταν φαινόμενο! Όταν την γνώριζες από κοντά την λάτρευες, γιατί είχε καταπληκτικό χιούμορ, ακόμα και για τον ίδιο της το εαυτό.
Ήταν πολύ καλή φίλη. Σε στιγμές δύσκολες, η πρώτη που θα έτρεχε ήταν η Αλίκη. “Εγώ είμαι εδώ!”, σου έλεγε –ακόμα κι όταν βρισκόσουν σε δύσκολη θέση επαγγελματικά. Σπάνιο να το πει άνθρωπος του χώρου με τόση απλοχεριά…
Περνούσαμε πολλές ώρες, σε δείπνα, με πολλά γέλια, λέγαμε πάντα τις ίδιες ιστορίες και γελάγαμε, μικρά πράγματα που λένε οι ηθοποιοί μεταξύ τους, για δουλειές και άλλους συναδέλφους. Η μεγαλύτερη χαρά της ήταν να καλεί κόσμο σπίτι, να μαγειρεύει η ίδια πολλές φορές. Τρελαινόταν για ψαρόσουπα και ψάρι, ήταν εξαιρετική οικοδέσποινα! Της άρεσε να ευχαριστιόνται οι καλεσμένοι της.
Θυμάμαι όταν ήταν να ανεβάσει το “Βίκτωρ- Βικτώρια”, προσπαθούσαμε να την πείσουμε να κόψει τα μαλλιά της. Δεν ήθελε με τίποτα, δεν άκουγε κανένα! Κάποια στιγμή, είπε “εντάξει, θα το κάνω!”. Στο σπίτι της, ήμασταν με μια φίλη μου, κομμώτρια. Την κούρεψε, κι ενώ ήταν κουκλάκι, με το που είδε τον εαυτό της με κοντά μαλλιά, είχαμε πολλά κλάματα, δεν της άρεσε με τίποτα. Φύγαμε για να μπορέσει να ηρεμήσει, μας έλεγε ότι θέλαμε το κακό της, κι ότι εμείς φταίγαμε (γέλια). Έπρεπε να απομονωθεί για να το δει και να ησυχάσει. Την επομένη ξύπνησε μια χαρά, της άρεσε, οπότε έληξε το θέμα. Μέσα σ’ όλα αυτά, 2-3 μέρες αργότερα, είχαμε ένα ραντεβού με πολλούς ηθοποιούς του Σωματείου. Η Αλίκη ήταν Πρόεδρος εναλλάξ με τον Νίκο Κούρκουλο και εγώ ήμουν ταμίας. Ενώ ήταν πάντα ακριβής στα ραντεβού της, και έχοντας συγκεντρωθεί όλοι στις 11 το πρωί όπως είχε οριστεί, η Αλίκη ήταν άφαντη. Περνάει η ώρα, 11:30, 11:45, πουθενά η Αλίκη… Μέχρι που στις 12 η ώρα εμφανίζεται έξαλλη. “Εσείς φταίτε!”, μας είπε. Ο λόγος ήταν ότι συνήθιζε να κάνει οτοστόπ, και ταξιτζήδες, ή ακόμα και απλός κόσμος, την έπαιρνε στο αυτοκίνητό του και την πήγαινε στον προορισμό της. Αλλά με τα κοντά μαλλιά δεν την γνώριζαν με την πρώτη ματιά, κι έτσι καθυστέρησε στην συνάντησή μας, “βάζοντάς τα” μαζί μας!
Μια άλλη φορά, θυμάμαι, είχαμε πάει στο Υπουργείο όλοι οι θιασάρχες, ο Κούρκουλος, η Λάσκαρη, η Γαληνέα… Είχε ο Κούρκουλος μια πολύ μεγάλη, δυνατή μηχανή. Τελειώνοντας την συνάντηση, κάτω στον δρόμο, λέει ο Κούρκουλος: “Θέλει κάποια κυρία να την πάω κάπου;”. Η Αλίκη φορούσε φούστα, οπότε δεν γινόταν να ανέβει στην μηχανή, κι έτσι ο Νίκος πήγε εμένα που φορούσα παντελόνι, μέχρι το σπίτι μου. Στην διαδρομή, γυρίζει και μου λέει: “Την άλλη φορά που θα συναντηθούμε, να μου το θυμηθείς, η Αλίκη θα βάλει παντελόνι!”. Στο επόμενο ραντεβού, η Αλίκη πράγματι φόρεσε παντελόνι. “Δεν έχεις λόγο να μου πεις ότι δεν θα με πας με την μηχανή σου!”, γύρισε και είπε γελώντας στον Νίκο.
Αυτή η μεριά της Αλίκης ήταν αξιολάτρευτη. Αυτές οι μικρές ζήλιες και πείσματα, που ήταν ανώδυνα, την έκαναν ακόμα πιο αξιαγάπητη. Γιατί ξέραμε καλά ότι στα ουσιαστικά πράγματα είχε μεγάλη καρδιά!».
Δέσποινα Στυλιανοπούλου:
«Ο Ιούλιος είναι ένας “πικρός” μήνας. Τον Ιούλιο είχε τα γενέθλιά της η Αλίκη, τον ίδιο μήνα έφυγε. Κατά την διάρκειά της παραμονής της στο “Ιατρικό Κέντρο”, ζητούσε επίμονα από τους δικούς της, να την πάνε στον Θεολόγο να δει το ηλιοβασίλεμα από το σπίτι της. Εγώ γνώρισα μαζί της το χωριό από όταν κάναμε τα γυρίσματα για την ταινία “Η αγάπη μας”.
Την Αλίκη την γνώρισα σε μια περίοδο που ήμουν πολύ πικραμένη, στενοχωρημένη, γιατί μόλις είχα χάσει την μητέρα μου. Εκείνες τις μέρες δέχθηκα ένα τηλέφωνο από τον παραγωγό, Τάκη Μακρίδη, του “Θεάτρου Κεντρικόν”, για να μου προτείνει να συνεργαστώ μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Νόμιζα πως θα μου έπεφτε το τηλέφωνο από το χέρι! Μέσα στον προσωπικό μου πόνο, μου χάρισε την αγάπη και την φιλία της, δίνοντάς μου παράλληλα την ευκαιρία, να συνεργαστούμε στο έργο “Αχ, αυτή η γυναίκα μου”. Αυτός ο ρόλος με καθιέρωσε, και συνεργαστήκαμε για πολλές ακόμα σεζόν μαζί.
Ήμασταν σιαμαίες. Ήξερα τα πάντα της. Η Αλίκη ήταν ένας προβολέας όπου έμπαινε μέσα, φώτιζε! Πιστεύω ότι η Αλίκη είχε το φως μέσα της! Ήταν εργασιομανής, τελειομανής, ήταν για ώρες -θυμάμαι- στα γυρίσματα της ταινίας “Αχ, αυτή η γυναίκα μου”, κάτω από καταρρακτώδη βροχή κι έλεγε “Συνεχίστε το γύρισμα” –η περίφημη σκηνή με το ταξί. Και μετά έμπαινε στο σπίτι βρεγμένη!
Νομίζω πως η Αλίκη ήταν λίγο ανασφαλής. Και το λέω για πρώτη φορά. Για ό,τι έκανε, ρωτούσε τους πάντες “πώς σου φάνηκε αυτό;”. Ήταν ένα λαμπρό κορίτσι, ένας άνθρωπος που θα μείνει στην ιστορία. Για πολλά χρόνια ακόμα, κοριτσάκια θα την αντιγράφουν, για να γίνουν σαν εκείνη. Να, τώρα που μιλάμε για την Αλίκη, με πήρε η Ροζίτα Σώκου, και μου θύμισε ότι όταν η Αλίκη έπαιξε την “Φιλουμένα” δεν πήγε καλά η παράσταση, γιατί την είχαν συνηθίσει ως ένα νιαου-νιάου κορίτσι και όχι ως μια καστανή μεσήλικη γυναίκα. Είχε πολλά δραματικά στοιχεία η Αλίκη, αλλά δεν την άφησαν ν’ αγιάσει… Γιατί “δεν έπρεπε να αλλάξει τον τύπο της”.
Μετά από κάθε παράσταση, πηγαίναμε με τους φίλους ηθοποιούς στο σπίτι της, στην οδό Στησιχόρου 3. “Εσύ στην κουζίνα, ψίψινα, και εγώ θα στρώσω τραπέζι”, μου έλεγε. Συνήθιζε να με φωνάζει “Ψιψίνα” και, όσοι μας άκουγαν, κοίταγαν να δουν μια ψίψινα (γελάει). Τις Δευτέρες που είχαμε ρεπό, συνηθίζαμε να πηγαίνουμε στον Θεολόγο, οι δυο μας. Κάναμε μπάνιο, πηγαίναμε για ψάρι σε ταβερνάκια, λέγαμε ιστορίες και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια.
Την τελευταία φορά που την είδα ήταν στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Καθώς με είδε, μου κάνει την ερώτηση: “Ψιψίνα μου, γιατί να πεθάνω;”, απαντώντας της “εσύ δεν θα πεθάνεις ποτέ!”. Εκείνη την ώρα μπαίνει ο γιατρός, ρωτώντας την αν ήθελε κάτι άλλο, και η Αλίκη είπε αποφασιστικά: “Ναι, γιατρέ, θέλω να ζήσω!”.
Δεν χρειάζεται να ανάβουμε κερί για την Αλίκη, γιατί το κερί σβήνει, ενώ η ανάμνησή της, η αγάπη της προς τους συναδέλφους της, η αγάπη του κοινού, το ταλέντο και η λάμψη της δεν θα σβήσουν ποτέ».
Μάκης Δελαπόρτας:
«Της τα χρωστάω τα πάντα σχεδόν. Ήταν η καλή μου νεράιδα. Τι να πρωτοθυμηθώ από εκείνη… Η Αλίκη είχε πάντοτε την ανασφάλεια της μοναξιάς. Δεν πρόλαβε, όμως, να μείνει ποτέ μόνη της. Ακόμη και στο τέλος της, είχε δίπλα της τον Κώστα Σπυρόπουλο. Τον “καλό της άγγελο”, όπως τον έλεγε.
Μία μέρα, θυμάμαι, είχα πάει στο σπίτι της Αλίκης και ήταν πολύ στεναχωρημένη με ένα της θέμα. Πολύ όμως. “Μάκη μου, είμαι πολύ δυστυχισμένη”, μου λέει. “Νιώθω πολύ μόνη μου!” κι εγώ τα έχασα. “Δεν έχεις δικαίωμα να το λες αυτό!”, της απαντώ. “Εσένα σε ξέρει όλη η Ελλάδα. Όλοι σε λατρεύουν και σε αγαπούν”. Και ξέρεις τι μου είπε; Μου είπε κάτι πολύ σοφό, που το έχω κρατήσει ακόμα μέσα μου: “όλη η Ελλάδα όμως είναι έξω από τους τοίχους του σπιτιού μου!”. Κι είχε δίκιο. Η Αλίκη ένιωθε μοναξιά. Και σε αυτό φταίει η γυναικεία φύση, παρά η καλλιτεχνική. Η Αλίκη ήταν μία μοναδική περίπτωση, που η Ελλάδα δε θα ξαναγνωρίσει εύκολα. Ήταν ένας ήλιος, ένα τεράστιο φως που, όταν έβγαινε στη σκηνή, όλα έλαμπαν δίπλα της. Ήταν σαρωτική! Ένας ήλιος που έδυσε σίγουρα πριν την ώρα του. Ζώντας δίπλα της τόσα χρόνια και σε σύγκριση με το σήμερα, μπορώ να σου πω ότι σε κανένα πάρτι, σε καμία δεξίωση, σε κανένα θίασο, δεν έχω δει το φως αυτής της γυναίκας! Άρα σημαίνει πολλά. Ακόμα τη θυμάμαι, να παίζει με το ασημένιο της κομπολόι και να μου λέει: “θα καταλάβετε την αξία μου, όταν θα φύγω. Τότε θα δείτε την έλλειψή μου”. Όχι γιατί ήξερε ότι θα φύγει νωρίς, αλλά επειδή της άρεσε να φιλοσοφεί τη ζωή. Δεν περίμενε ότι θα φύγει από τη ζωή… Κι Ελλάδα δεν ξέρω πότε θα ξαναγνωρίσει άλλη μία Αλίκη…».
Νινέτα Λεμπέση:
«Όσο μεγάλη star ήταν, άλλο τόσο ανθρώπινη και απλή υπήρξε! Τόσο που δεν το φανταζόταν άνθρωπος –ειδικά σε σχέση με τους τωρινούς stars. H Αλίκη ήταν πολύ δοτική και συγχωρούσε εύκολα. Το 1986, που παρουσιάστηκαν δύο Λυσιστράτες, η δική της και του Λαζόπουλου, πικράθηκε, στεναχωρήθηκε πολύ. Την επόμενη χρονιά, ο Λαζόπουλος βρίσκεται κατηγορούμενος για προσβολή του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, Χρήστου Σαρτζετάκη, σε ένα νούμερό του από την επιθεώρηση “Τι είδε ο Γιαπωνέζος;”. Η Αλίκη, η οποία δεν μιλούσε με τον Λαζόπουλο, ήταν από τους πρώτους μάρτυρες υπεράσπισής του στο δικαστήριο. Όταν μπήκε στην αίθουσα, ο Λάκης τα έχασε, δεν το περίμενε! Είναι από εκείνα τα πράγματα που δείχνουν το μεγαλείο ψυχής. Και το επόμενο καλοκαίρι, το ’88, που ο Λάκης έκανε περιοδεία με το “Επιτέλους Μόνοι”, και έκανε πρεμιέρα στην Καβάλα, στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων, πήγαμε οδικώς εκεί με την Αλίκη. Από την προηγουμένη βέβαια, γιατί η Αλίκη δεν ξυπνούσε εύκολα. Επίσης, για να είναι καλοχτενισμένη και περιποιημένη. Χρησιμοποιούσε πάντα Nivea, και έβαζε απαραίτητα καπέλο στον ήλιο. Λάτρευε την θάλασσα, αλλά ήθελα να προστατεύει το πρόσωπό της από τον ήλιο.
Ένα άλλο καλοκαίρι, ήθελε να παρακολουθήσουμε μια παράσταση στην Επίδαυρο. Ένας φίλος έδωσε το κότερό του για να μας πάει. Προσκαλέσαμε φίλους να έρθουν μαζί μας, σαν εκδρομή, αλλά κανένας δεν μπορούσε να έρθει. “Θα πάμε οι δυο μας!”, είπε η Αλίκη. Στο φουσκωτό που θα μας έβγαζε στο λιμανάκι της Αρχαίας Επιδαύρου, οι άνθρωποι του σκάφους μας ρώτησαν τι ώρα θα επιστρέφαμε για να μας ετοιμάσουν αστακούς, γαρίδες, κ.α. Εμείς θέλαμε να πάμε στον “Λεωνίδα”, στο Λυγουριό, να φάμε τους κεφτέδες και τα γεμιστά της Κικής, και να δούμε τους φίλους μας τους ηθοποιούς. “Και τι θα τα κάνουμε όλα αυτά τα φαγητά;”, ρώτησαν οι άνθρωποι που ήθελαν να μας περιποιηθούν. “Θα καθίσετε να τα απολαύσετε εσείς, σαν να είστε δικοί μου καλεσμένοι!”, τους είπε η Αλίκη, κι έτσι έγινε. Όταν γυρίσαμε εμείς στο σκάφος, απολαύσαμε καταπληκτικό καρπούζι και την πανσέληνο που τόσο πολύ της άρεσε.
Η Αλίκη είχε πρόβλημα με τον ύπνο. Συνήθιζε να λέει ότι κοιμάται “όταν ο ουρανός είναι ούζο” (σχεδόν όταν ξημέρωνε), γι’ αυτό και ξυπνούσε κατά τις 12 με 1 –όταν βέβαια είχε γυρίσματα ή πρόβες, εννοείται πως ήταν στρατιώτης και στην ώρα της!
Σε κάθε κάλεσμά της, στο σπίτι, αν ήθελε να σε περιποιηθεί, έμπαινε στην κουζίνα και τα κατέβαζε όλα κάτω. “Συμφορά μου!”, έλεγε η έμπιστή της, η Νότα, γιατί έκανε μια κουζίνα άνω- κάτω.
Το 1987, παρουσίαζε στο “Αλίκη”, το “Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά”, το οποίο το πήγε περιοδεία την επόμενη χρονιά. Το Πάσχα του ’88, ο σύζυγός μου, Γιώργος Λεμπέσης, ήταν στεναχωρημένος γιατί κάτι πήγαινε στραβά με τους θιάσους που έκλεινε για το καλοκαιρινό “Αθήναιον”, και όλες οι δουλειές ακυρώνονταν! “Και τι σε πειράζει;”, του λέει η Αλίκη, “θα έρθω εγώ να παίξω το “Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά!”. Και ήρθε, και έπαιξε για όλο το καλοκαίρι, και όχι σε παραγωγή δική της. Αυτή ήταν η Αλίκη!».
Λόλα Νταϊφά:
«Γνώριζα την Αλίκη από παλιά, από εκδηλώσεις, την είχα δει και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Όταν γεννήθηκε ο Γιάννης της, ο άνδρας μου κι εγώ, της στείλαμε ορχιδέες.
Ήταν πολύ μεθοδική και οργανωμένη στην δουλειά της, και δεν αφηνόταν στο “είμαι όμορφη” ή “είμαι η Βουγιουκλάκη”… Κάποιες μέρες μετά την πρεμιέρα του “Μις Πέπσι”, κάτι της είχαν κάνει, νομίζω την είχαν κλέψει και ήταν στεναχωρημένη, όχι γιατί της πήραν ένα δαχτυλίδι ή ένα παλτό, αλλά γιατί της συνέβη σαν πράξη. Μου τηλεφωνεί το απόγευμα να με παρακαλέσει να πάω στο θέατρο, “όχι μόνο θα έρθεις, αλλά θα κάτσεις και ακριβώς απέναντί μου, γιατί θέλω την θετική σου ενέργεια”, μου είπε, και πραγματικά, καθ’ όλη την διάρκεια της παράσταση, δεν πήρα τα μάτια μου από πάνω της -πώς θα μπορούσα άλλωστε-, της έκανα νοήματα ότι σκίζει, και τελειώνοντας, μου λέει: “Ξέρεις ποιος έπαιξε σήμερα στο έργο; Εσύ!”.
Μια φορά, σε ένα ταξίδι μας στην Σαντορίνη, όπου ήταν καλεσμένη ενός γλύπτη στα εγκαίνια της έκθεσής του, πήγα μαζί της. Ταξιδέψαμε με ιδιωτικό ελικόπτερο, του οποίο το κάτω μέρος ήταν διάφανο –τρομερό για τα χρόνια εκείνα. Και όπως ήμασταν πάνω από την καλντέρα, ενώ εγώ είχα καθίσει πιο προσεχτικά, εκείνη καθόταν πιο “άτσαλα” και μου είπε χαριτωμένα: “Εντάξει, δεν μας βλέπει και κανείς. Κρίμα που δεν φοράμε σορτς!”.
Στην Θεσσαλονίκη, μια πόλη που λάτρευε, όταν έπαιζε την “Μελωδία της Ευτυχίας”, πήγα σε μια παράστασή της. Τελειώνοντας, πήγαμε σε ένα μαγαζί που τραγουδούσαν καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης –που δεν τους ξέραμε τότε στην Αθήνα. Μπαίνοντας, η Αλίκη πήρε είδηση ότι ήταν και ο Λάκης Λαζόπουλος σε ένα τραπέζι και του πέταγαν λουλούδια. “Και τώρα θα δεις ποιος είναι ο σταρ εδώ μέσα!” είπε, και με το που καθίσαμε στο τραπέζι και ο κόσμος την είδε, εκείνη άρχισε να στέλνει φιλιά, το τραπέζι γέμισε από τόσα λουλούδια που δεν μπορούσα να δω απέναντι. Και γυρίζει με αυτό το αφοπλιστικά αθώο ύφος της, και μου λέει: “Έχεις αντίρρηση;”. “Αλίκη μου, δεν είχα αντίρρηση καμία! Ορατότητα δεν έχω!”, της είπα. Όλα αυτά τα έκανε τόσο χαριτωμένα, και καθόλου ανταγωνιστικά, τα έκανε για την πλάκα της.
Μια Πρωτοχρονιά ήμουν καλεσμένη σπίτι της για ρεβεγιόν, αλλά εγώ ήμουν στην Θεσσαλονίκη, για μια εκδήλωση του ANT1 και θα γυρνούσα πολύ αργά. “Έλα ό,τι ώρα φθάσεις” μου είπε, και όταν έφτασα στο υπέροχα στολισμένο σπίτι της -της άρεσε να το διακοσμεί πάντα με λουλούδια, eενώ από τα αγαπημένα της ήταν τα λευκά λίλιουμ-, όλοι κάθονταν κι έτρωγαν. Εκείνη, τόσο όμορφη, πραγματικά κούκλα, με πήρε από το χέρι και, πριν με καθίσει στο τραπέζι, μου έδωσε ένα δώρο. Αργότερα, έδωσε δώρα σε όλους τους καλεσμένους της, και σε μένα ακόμα ένα. Και όταν την ρώτησα: “γιατί κι άλλο; Μου έδωσες πριν!”, μου απάντησε “επειδή σε βασάνιζε ο Κυριακού με τις δουλειές, και ήρθες τόσο αργά σπίτι!”. Γινόταν πιεστική με το “έφαγες;”, γιατί ήθελε οι καλεσμένοι της να τρώνε, αφού εκείνη ήταν “στερημένη” απ’ το φαγητό δεδομένου ότι έπρεπε να προσέχει.
Και πάντα, συμπεριφερόταν σε όλους τους καλεσμένους της ισότιμα. Της άρεσε να τους δίνει αξία. Σε μια εκδήλωση, θυμάμαι, φοράγαμε το ίδιο χρώμα στα ρούχα. “Τώρα γιατί έβαλες το ίδιο χρώμα;”, με ρώτησε και της απάντησα, “ήθελα να πάρω λίγο από την λάμψη σου!”. Της άρεσε πάρα πολύ, που μου ανταπάντησε: «Γι’ αυτό είσαι μοναδική!».
Μια συμβουλή που θυμάμαι από εκείνη είναι ότι μου έλεγε, πάρα πολλές φορές: “μην δίνεσαι στους ανθρώπους, φρόντιζε να κρατάς κάτι για τον εαυτό σου!”.
Επίσης, υπερασπίζονταν πάντα τις άλλες γυναίκες, τις αγαπούσε και τις συμπαραστεκόταν, δεν ήταν να “κατασπαράξει” τις άλλες για να φαίνεται αυτή, όπως νόμιζαν πολλοί. Ήταν πολύ δουλευταρού, πολύ δοτική, και νομίζω πως μπορεί η ζωή να της έδωσε την μεγάλη φήμη -ακόμα υπάρχουν παιδάκια που θέλουν να γίνουν Αλίκη Βουγιουκλάκη, το συναντώ πολύ συχνά-, όμως δεν νομίζω πως της έδωσε την προσωπική ευτυχία. Οι στιγμές ευτυχίας της Αλίκης δεν ήταν και τόσο πολλές…».