Το Ίδρυμα Louis Vuitton παρουσιάζει μια μοναδική έκθεση για το κοινό έργο των Ζαν Μισέλ Μπασκιά (Jean-Michel Basquiat) και Άντι Γουόρχολ (Andy Warhol). Στο πρόσφατό μου ταξίδι στο Παρίσι, η προτεραιότητά μου ήταν να δω την έκθεση “Basquiat × Warhol. Painting four hands” που φιλοξενείται στο Ίδρυμα Louis Vuitton μέχρι τις 28 Αυγούστου του 2023. Ήταν μια μαγική εμπειρία!
Η συγκεκριμένη δεν είναι η πρώτη έκθεση που αφιερώνει το Ίδρυμα στον Ζαν Μισέλ Μπασκιά, καθώς το 2018 είχε πραγματοποιηθεί η έκθεση “Jean-Michel Basquiat”. Το Ίδρυμα συνεχίζει τη μελέτη του έργου του, αυτή τη φορά επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στη συνεργασία του με τον Άντι Γουόρχολ, παρουσιάζοντας μνημειώδη έργα, όπως το “Ten Punching Bags (Last Supper)” και το 8 μέτρων “African Mask”. Η έκθεση “Basquiat × Warhol. Painting four hands” είναι η πιο σημαντική έκθεση που έχει πραγματοποιηθεί για τη δουλειά των Μπασκιά και Γουόρχολ και συγκεντρώνει περισσότερα από τριακόσια έργα και αρχεία, μαζί με ογδόντα καμβάδες, υπογεγραμμένους και από τους δύο καλλιτέχνες. Μαζί δημιούργησαν περί τους 160 πίνακες, αλλά και ορισμένα από τα μεγαλύτερα έργα που παρήγαγαν ο καθένας στην καριέρα του. Στην έκθεση συμπεριλαμβάνονται και έργα άλλων σημαντικών καλλιτεχνών, όπως οι Jenny Holzer, Michaeil Halsband, Futura 2000 κ.ά., κάτι που αναδεικνύει την ενέργεια της καλλιτεχνικής σκηνής του κέντρου της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του 1980.
Την Άνοιξη του 1985, ο Γουόρχολ μετακομίζει το θρυλικό Factory του από το 860 Broadway στην 33η οδό στο Μανχάταν. ‘Εχοντας τον χώρο του πρώην Factory κενό, είχε έναν κενό χώρο να τον χρησιμοποιήσει για ατελιέ ζωγραφικής. Προσκάλεσε λοιπόν τον Μπασκιά για να ζωγραφίσουν μαζί – έγινε το shared studio των δύο καλλιτεχνών. Οι δυο τους ζωγράφιζαν εκεί -σχεδόν- κάθε απόγευμα. Αυτή η καθημερινή ασχολία, δεν ήταν ένας διάλογος δύο ζωγράφων, αλλά περισσότερο μια σύνθεση από τέσσερα χέρια. Τα περισσότερα έργα ξεκίναγαν από τον Γουόρχολ, για τους οποίους ξαναπήρε στα χέρια του πινέλα που είχε να πιάσει από τα μέσα των 60’ς. Ετοίμαζε τα backrounds και τα μοτίβα, και συνέχιζε ο Μπασκιά. Αυτή η εναλλαγή ήταν γρήγορη και συνεχής. Ο Μπασκιά -λέγεται πως- ζωγράφιζε στο πάτωμα.
Ο Μπασκιά θαύμαζε τον Γουόρχολ ως μεγαλύτερό του ηλικιακά, αλλά και ως πρωτοπόρο εισηγητή μιας καινούριας γλώσσας και ρηξικέλευθης σχέσης με την ποπ κουλτούρα. Σε ό,τι αφορά τον Γουόρχολ, ο Μπασκιά λειτούργησε για εκείνον καταλυτικά στο να αποκτήσει ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και στο να αρχίσει ξανά να ζωγραφίζει σε μεγάλη κλίμακα.
Η έκθεση ανοίγει με μια σειρά από πορτρέτα του Μπασκιά, δια χειρός Γουόρχολ και το αντίστροφο, ενώ συνεχίζει με τις πρώιμες συνεργασίες τους. 15 έργα έγιναν σε συνεργασία με τον Ιταλό καλλιτέχνη Φραντσέσκο Κλεμέντε (γεν. 1952) και ύστερα από την ολοκλήρωση αυτών των πινάκων, οι Μπασκιά και Γουόρχολ άρχισαν να συνεργάζονται ενθουσιωδώς σε καθημερινή βάση.
Η έκθεση συνεχίζει με δουλειές από τον πρώτο καιρό της συνεργασίας τους. Αυτά τα έργα, παρακινούμενοι οι 2 καλλιτέχνες από τον τότε art dealer τους, Bruno Bischofberger, ωφελήθηκαν από τον Ιταλό καλλιτέχνη Francesco Clemente (οι 3 τους δημιούργησαν 15 έργα).
Η έκθεση περνά μέσα από όλη αυτή την συνεργασία των δύο καλλιτεχνών. Όπως έχει αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μπασκιά: «Ο Άντι θα ξεκινούσε έναν (πίνακα) και θα έβαζε κάτι πολύ αναγνωρίσιμο επάνω του, ή ένα λογότυπο προϊόντος, και εγώ θα το κατέστρεφα κάπως. Τότε θα προσπαθούσα να τον κάνω να δουλέψει επάνω του λίγο ακόμη…»
Με τη σειρά του, ο Γούρχολ έχει υπογραμμίσει: «Το ζωγράφιζα πρώτα και ύστερα το χρωμάτιζα όπως ο Ζαν Μισέλ. Νομίζω πως αυτοί οι πίνακες που κάνουμε μαζί είναι καλύτεροι όταν δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος έκανε ποια κομμάτια».
Αυτός ο τρόπος με τον οποίο συνδιαλέγονταν οι δύο καλλιτέχνες –ο διάλογος ανάμεσα σε φόρμες και στυλ– αποτελεί και την κινητήριο δύναμη της έκθεσης.
Στην αφίσα της έκθεσης του 1985, Μπασκιά και Γουόρχολ φορούν γάντια του μποξ. Αλλά η πολυαναμενόμενη κοινή έκθεσή τους με έργα του σταρ της ποπ αρτ Άντι Γουόρχολ και του λαμπερού νέου αστέρα Ζαν-Μισέλ Μπασκιά δεν έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής. Για την ακρίβεια, καταποντίστηκε από τους κριτικούς. Φυσικά, δεν περίμενε κανένας αυτά που θα συνέβαιναν τα επόμενα χρόνια. Τον θάνατο του Μπασκιά στα 28 του χρόνια, την αναπάντεχη και αλματώδη εκτίναξη των τιμών των έργων του, τις sold out εκθέσεις –μάλιστα μερικές διοργανώθηκαν με έργα και των δυο καλλιτεχνών– σε όλο τον κόσμο.
Άντι Γουόρχολ
O Άντι Γουόρχολ (6 Αυγούστου 1928 — 22 Φεβρουαρίου 1987) ήταν Αμερικανός πολυσχιδής καλλιτέχνης, ζωγράφος, γλύπτης, κινηματογραφιστής, συγγραφέας και συλλέκτης, πρωτοπόρος του κινήματος της ποπ αρτ. Γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια και την περίοδο 1945-9 σπούδασε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Κάρνεγκι. Eγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε αρχικά σαν σχεδιαστής παπουτσιών και στη συνέχεια σε περιοδικά σαν εικονογράφος. Το 1952 έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στη γκαλερί Hugo, με δεκαπέντε σχέδια βασισμένα στα γραπτά του Τρούμαν Καπότε. Παρουσίασε το 1956 μια έκθεση στην γκαλερί Bodley με τίτλο “Studies for a Boy Book” που περιελάμβανε σχέδια από πορτρέτα νεαρών ανδρών και ερωτικές απεικονίσεις ανδρικών γυμνών. Έστρεψε την προσοχή του στο κίνημα της Ποπ Αρτ και το 1961 δημιούργησε τους πρώτους πίνακες του, οι οποίοι βασίστηκαν σε κόμικς και διαφημίσεις. Ένα χρόνο αργότερα δημιούργησε το έργο “Green Coca-Cola Bottles” που θεωρείται ως ένα από τα σημαντικά του και αντιπροσωπευτικό του κινήματος. Ξεκίνησε το 1962 μια μεγάλη σειρά πορτρέτων διασημοτήτων, με τους Μέριλιν Μονρόε, Έλβις Πρίσλεϊ, Μάρλον Μπράντο και Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Την ίδια χρονιά έφτιαξε τη σειρά “Campbell’s Soup Cans” και την παρουσίασε στην πρώτη του ατομική έκθεση Ποπ Αρτ στη γκαλερί Ferus στο Λος Άντζελες. Το 1963 ξεκίνησε τη σειρά ζωγραφικής “Death and Disaster” που χρησιμοποίησε ως αρχικό υλικό εικόνες από περιοδικά και εφημερίδες, καθώς και φωτογραφίες αυτοκτονιών και ατυχημάτων. Την ίδια χρονιά άρχισε να κατασκευάζει γλυπτά κουτιών και δημιούργησε εκατοντάδες αντίγραφα μεγάλων κουτιών προϊόντων σούπερ μάρκετ, συμπεριλαμβανομένων των Brillo Boxes, Heinz Boxes, Del Monte Boxes κ.ά. Τα Brillo Boxes εκτέθηκαν για πρώτη φορά το 1964 στη γκαλερί Stable στη Νέα Υόρκη. Παρήγαγε μια σειρά ταινιών, ξεκινώντας με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία “Sleep” (1963) και συνέχισε με το πρωτοποριακό σιωπηλό φιλμ “Empire” (1964) και την πιο εμπορικά επιτυχημένη ταινία του “The Chelsea Girls” (1966). Το 1964, μετέφερε το στούντιο του σε μια μεγάλη σοφίτα στην 231 East 47th Street στο κέντρο του Μανχάταν που έγινε γνωστό ως Factory. Ήταν ένας δημιουργικός κόμβος που έγινε στέκι για καλλιτέχνες, μουσικούς και συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων των Λου Ριντ, Μπόμπ Ντίλαν, Τρούμαν Καπότε, Ντέιβιντ Μπόουι κ.ά.
Επεκτάθηκε στην τέχνη του θεάματος το 1966 και δημιούργησε την παράσταση πολυμέσων “Exploding Plastic Inevitable”, με τους The Velvet Underground και την Nico. Ήταν ο παραγωγός στο άλμπουμ “The Velvet Underground & Nico” και σχεδίασε το εξώφυλλο του με την θρυλική “μπανάνα”.
Στις 3 Ιουνίου 1968, η Βαλερί Σολάνας, συγγραφέας που είχε εμφανιστεί σε ταινίες του, μπήκε στο στούντιο και τον πυροβόλησε. Ο Γουόρχολ σημαδεύτηκε σωματικά και συναισθηματικά από τους σχεδόν θανατηφόρους πυροβολισμούς.
Το 1969, συν ίδρυσε το Interview, ένα περιοδικό αφιερωμένο στις ταινίες, τη μόδα και τη λαϊκή κουλτούρα. Την περίοδο 1972-1973 δημιούργησε μια σειρά 119 πορτρέτων του Μάο Τσετούνγκ.
Ήταν τακτικός θαμώνας στο Studio 54, τη ντίσκο της Νέας Υόρκης, μαζί με διασημότητες όπως οι Γούντι Άλεν, Σαλβαντόρ Νταλί, Τζακ Νίκολσον, Σερ, Φρέντι Μέρκιουρι, Γκρέις Τζόουνς, Φέι Ντάναγουεϊ, Φρανκ Σινάτρα, Λάιζα Μινέλι, Αλ Πατσίνο, Τίνα Τέρνερ, Μπιάνκα Τζάγκερ κ.ά.
Την δεκαετία του 1980 συνεργάστηκε με νέους καλλιτέχνες όπως οι Ζαν Μισέλ Μπασκιά, Φραντσέσκο Κλεμέντε και Κιθ Χάρινγκ. Σχεδίασε πολλά εξώφυλλα άλμπουμ για διάφορους καλλιτέχνες όπως το εξώφυλλο για τα άλμπουμ των Rolling Stones “Sticky Fingers” (1971) και “Love You Live” (1977), και τα άλμπουμ του Τζον Κέιλ “The Academy in Peril” (1972) και “Honi Soit”(1981). Το πορτρέτο του Τζον Λένον χρησιμοποιήθηκε για εξώφυλλο στο άλμπουμ “Menlove Ave”(1986). Ένα από τα τελευταία του έργα ήταν ένα πορτρέτο της Αρίθα Φράνκλιν για το εξώφυλλο του άλμπουμ της “Aretha”(1986).
Ο Γουόρχολ έκανε περίπου 600 ταινίες και σχεδόν 2500 βίντεο. Μεταξύ αυτών είναι και οι 500 ταινίες των 4 λεπτών, οι οποίες εμφανίζουν απεριόριστα πορτρέτα φίλων, συνεργατών και επισκεπτών στο Factory.
Το 1984 ο συλλέκτης και γκαλερίστας Αλέξανδρος Ιόλας του ανέθεσε να δημιουργήσει ένα έργο βασισμένο στο “Ο Τελευταίος Δείπνος” του Λεονάρντο ντα Βίτσι. Αυτή η ανάθεση είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία εκατό περίπου παραλλαγών του έργου. Η έκθεση έγινε τον Ιανουάριο του 1987 και ήταν η τελευταία, τόσο για τον καλλιτέχνη όσο και για τον γκαλερίστα.
Ζαν Μισέλ Μπασκιά
Χαρισματικός μποξέρ, αδιανόητος καλλιτέχνης, ποιητής των δρόμων, όπως και να χαρακτηρίσεις τον δαιμόνιο καλλιτέχνη Ζαν-Μισέλ Μπασκιά, το σίγουρο είναι ότι εξακολουθεί να τρελαίνει τους συλλέκτες και τους φαν του 31 χρόνια μετά τον θάνατό του. Τα έργα του πουλάνε ακόμα σαν τρελά, με έναν υπερμεγέθη πίνακά του να σπάει όλα τα ρεκόρ, δύο μόλις χρόνια πριν, καθώς αγοράστηκε αντί 110,5 εκατ. δολαρίων από Ιάπωνα συλλέκτη σε δημοπρασία των Sotheby’s. Αυτό το εξωτικό πλάσμα των δρόμων που ξεκίνησε ζωγραφίζοντας με το σπρέι του τους τοίχους της Νέας Υόρκης αποκτώντας πρόωρη φήμη ως «SAMO», έγινε συνώνυμο της πιο ευφάντασης έκφρρασης της αμερικανικής σκηνής και λατρεύτηκε ταυτόχρονα από το underground κοινό, τους πλούσιους συλλέκτες και τους αναζητητές της βαθιάς ουσίας της πόλης που γέννησε την ανατροπή και τις πιο μεγάλες ιδέες.
O Ζαν Μισέλ Μπασκιά γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης στις 22 Δεκεμβρίου 1960 και απεβίωσε στις 12 Αυγούστου του 1988. Έδειξε ενδιαφέρον στις τέχνες από μικρή ηλικία και υπήρξε αυτοδίδακτος. Το 1977 παράτησε το λύκειο, ένα χρόνο πριν αποφοιτήσει, και άρχισε να πουλάει ρούχα και καρτ ποστάλ με τις δουλειές του στις γειτονιές της Νέας Υόρκης. Ασχολήθηκε με το γκράφιτι, με το οποίο γνώρισε και την πρώτη του επιτυχία, με το ψευδώνυμο “SAMO”. Το 1980 συμμετείχε σε μια ομαδική έκθεση. Η άνοδός του συνέπεσε με την εμφάνιση ενός νέου κινήματος τέχνης, του Νεο-Εξπρεσιονισμού. Στα μέσα του 1980 συνεργάστηκε με τον Άντι Γουόρχολ, σε μια κοινή έκθεση. Κατά μόνας έκανε μια σειρά έκθεσεων στις ΗΠΑ και όχι μόνο. Το 1986, στα εικοσιπέντε του, 60 πίνακές του εκτέθηκαν στο Μουσείο Κέστνερ, στο Αννόβερο της Γερμανίας (υπήρξε ο νεότερος σε ηλικία καλλιτέχνης που παρουσίασε εκεί τα έργα του). Το 1988 έφυγε για την Αϊτή σε μια προσπάθεια να απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά. Επέστρεψε λίγους μήνες μετά στη Νέα Υόρκη, όπου και κατέληξε.
Το ενδιαφέρον για τον καλλιτέχνη και το έργο του αναζωπυρώθηκε το 2017, όταν ένας Ιάπωνας συλλέκτης αγόρασε τον πίνακα “Untitled” (“Άτιτλο”), του 1982 για 110.5 εκατομμύρια δολάρια σε μια δημοπρασία. Η αγοραπωλησία αυτή έσπασε ρεκόρ πιο ακριβοπληρωμένου πίνακα προερχόμενο από Αμερικάνο καλλιτέχνη, και έργου φιλοτεχνημένου μετά το ‘80.
Ενας έρωτάς του, που άνθησε όταν η διάσημη τραγουδίστρια ήταν στα πρώτα της βήματα, ήταν αυτός με τη Μαντόνα: ένα αδιανόητο τότε party animal, γνήσιο τέκνο της περιθωριακής σκηνής της Νέας Υόρκης, που με τις τρύπιες δαντέλες και το παρανοϊκό στυλ έγινε το σύμβολο της δεκαετίας που ανέδειξε και τον Μπασκιά. Οι δυο τους συναντήθηκαν σε αρκετά πάρτυ διατηρώντας πάντα επαφή και όταν η Μαντόνα οργάνωσε μεγάλη κλειστή βραδιά για φίλους για να γιορτάσει τους απανωτούς χρυσούς δίσκους σε κεντρικό κλαμπ του Μανχάταν φρόντισε να καλέσει μαζί τον Γουόρχολ και τον Μπασκιά. Οι δυο τους ήταν ήδη γνωστοί ως απαράμιλλο δίδυμο, με τον διάσημο συλλέκτη και καλλιτέχνη να τρέφουν μια αμοιβαία αδυναμία με δόσεις ερωτισμού, τουλάχιστον όσον αφορά τον Γουόρχολ, όπως φαίνεται από την ηδονοθηρική ματιά που χαρακτηρίζει πολλές από τις φωτογραφίες του.
Η καθοριστική, καλλιτεχνική σύμπραξη της δεκαετίας του 1980, η σχέση του βασιλιά της Pop Art, Άντι Γουόρχολ, και του προστατευόμενού του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά έχει μείνει στην ιστορία της τέχνης ως μία από τις πιο εντυπωσιακές -και βραχύβιες- της σύγχρονης εποχής.
Ο Μπασκιά θεωρείται ότι συνάντησε για πρώτη φορά τον Γουόρχολ το 1979, όταν ο νεαρός καλλιτέχνης προσπάθησε να πουλήσει στον δεξιοτέχνη της pop art μερικές από τις καρτ-ποστάλ του. Πιο συγκεκριμένα, το 1979, ο Μπασκιά εντόπισε τον Γουόρχολ να δειπνεί στο εστιατόριο W.P.A. στην Spring Street του Μανχάταν μαζί με τον φίλο και επιμελητή Χένρι Γκελντζάλερ. Παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως έναν εκκολαπτόμενο καλλιτέχνη, ο Γκελντζάλερ απέρριψε τον Μπασκιά ως «πολύ νέο», όμως ο Γουόρχολ αγνόησε τον συνάδελφό του, αγοράζοντας μια από τις καρτ-ποστάλ του καλλιτέχνη για 1 δολάριο.
Γνωρίστηκαν πιο επίσημα το 1982, όταν ο έμπορος που εκπροσωπούσε και τους δύο καλλιτέχνες πήγε τον νεαρό Μπασκιά στο θρυλικό στούντιο Factory του Γουόρχολ στο Μανχάταν για μια φωτογράφιση. Δημιούργησαν περίπου 160 έργα μαζί, μεταξύ 1983 και 1985, και η έκθεση του Παρισιού περιλαμβάνει περισσότερους από 80 πίνακες που δημιουργήθηκαν από κοινού και υπογράφονται από τους δύο καλλιτέχνες.
Το φθινόπωρο του 1983, ο έμπορος τέχνης Bischofberger πρότεινε μια συνεργασία μεταξύ του Μπασκιά, του Γουόρχολ και του Ιταλού καλλιτέχνη Φραντσέσκο Κλεμέντε. «Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους, ο Μπασκιά άρχισε να τροποποιεί μικρές μεταξοτυπίες αφού ο Γουόρχολ τον ενθάρρυνε να το κάνει», λέει.
Όταν ο Μπασκιά και ο Γουόρχολ είχαν την πρώτη τους κανονική συνάντηση κατά τη διάρκεια γεύματος, τον Οκτώβριο του 1982, ο Γουόρχολ τράβηξε μια αυτοπροσωπογραφία του ζευγαριού με τη φωτογραφική του μηχανή Polaroid.
Η ιστορία λοιπόν λέει ότι μόλις δύο ώρες αργότερα, ο Μπασκιά έστειλε στον Γουόρχολ ένα διπλό πορτρέτο του δίδυμου, φτιαγμένο μετά τη φωτογραφία. Είχε τον τίτλο Dos Cabezas (1982), ή αλλιώς «Δύο Κεφάλια».
Το 1982, ο Γουόρχολ ολοκλήρωσε ένα έργο που συνδυάζει ένα πορτρέτο του Ζαν Μισέλ Μπασκιά σε μεταξοτυπία και είναι ένα από τα λεγόμενα «piss paintings» του Γουόρχολ – έργα που δημιουργήθηκαν με το συνδυασμό ούρων και χρωμάτων με βάση το χαλκό. Ένα δραματικό αμάλγαμα της ποπ αρτ και του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, το έργο παρωδούσε τη δημιουργική διαδικασία του Τζάκσον Πόλοκ: Του σημαντικότερου αφηρημένου εξπρεσιονιστή ζωγράφου της εποχής.
Αργότερα, μετά από πρόταση του Μπρούνο Μπισχόφεργκερ ο Γουόρχολ και ο Μπασκιά άρχισαν να συνεργάζονται.
Το Arm And Hammer II (1984) είναι ένα από τα πιο γνωστά προϊόντα της συνεργασίας των δυο τους. Συνδυάζοντας ένα αμερικανικό καταναλωτικό σύμβολο -το λογότυπο της μαγειρικής σόδας Arm and Hammer- με το χαρακτηριστικό στυλ του Μπασκιά και την καλλιτεχνική ενασχόληση με τη μαύρη κουλτούρα (αυτή τη φορά με τη μορφή του θρύλου της τζαζ Τσάρλι Πάρκερ), αποτελεί απόδειξη της δύναμης της προσωπικής και εργασιακής σχέσης του ζεύγους.
Το Untitled (General Electric II) είναι επίσης ο καρπός της συνεργασίας των δύο καλλιτεχνών. Σε αυτό το έργο, η τολμηρή, σκληρή απόδοση ενός καταναλωτικού λογότυπου από τον Γουόρχολ αναζωογονείται από την αναβράζουσα, δυναμική προσωπικότητα του Μπασκιά, η οποία είναι ορατή στο χαλαρό, ζωγραφικό του ύφος.
Στο σημείο αυτό να πούμε ότι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Γουόρχολ θεωρούνταν από ορισμένους ξεπερασμένος -χάρη στον Μπασκιά βρέθηκε και πάλι στο προσκήνιο.
Ο Γουόρχολ καταγόταν από το Πίτσμπουργκ και ήταν ο λεγόμενος «πατέρας» της Pop Art, ενός κινήματος που είχε ξεκινήσει τη δεκαετία του 1960 και το οποίο, μέχρι τη δεκαετία του 1980, είχε αρχίσει να φθίνει. Ο Μπασκία, αντίθετα, γεννήθηκε στο Μπρούκλιν από γονείς από την Αϊτή και το Πουέρτο Ρίκο- ήταν επίσης το wünderkind του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού, ενός συναρπαστικού νέου κινήματος που από πολλούς χαρακτηρίστηκε ως αντίπαλος της Pop Art.
Παρά τις διαφορές τους, ωστόσο, οι δυο τους είχαν τεράστιο αντίκτυπο ο ένας στον άλλο, εργαζόμενοι τόσο για να προκαλέσουν όσο και για να διευρύνουν την καλλιτεχνική τους παραγωγή και να γεννήσουν νέους τρόπους έκφρασης.
Για παράδειγμα, ο Μπασκιά έπεισε τον Γουόρχολ να ασχοληθεί ξανά με τη ζωγραφική με ελεύθερο χέρι- αντίθετα, ο Μπασκιά άρχισε να πειραματίζεται για πρώτη φορά με τη μεταξοτυπία – ένα μέσο για το οποίο ο Γουόρχολ ήταν παγκοσμίως γνωστός.
Τόσο ο ένας όσο και άλλος δέχτηκαν κριτική για την μεταξύ τους συνεργασία. Αν και κατηγορήθηκαν ότι «στήριζαν ο ένας τον άλλον», το ζεύγος δούλευε επί ίσοις όροις, αφήνοντας τις δημιουργικές αποφάσεις να λαμβάνονται αυθόρμητα στο στούντιο.
Στην παγκοσμίου φήμης φωτογραφία του Μίχαελ Χάλσμπαντ, ο Άντι και ο Ζαν Μισέλ (1985), η παιχνιδιάρικη ανταγωνιστικότητα που χαρακτήριζε το δίδυμο και τις συνδημιουργίες τους έρχεται στο προσκήνιο, υπενθυμίζοντάς μας ότι ο ένας ήταν το τέλειο καλλιτεχνικό «ταίρι» για τον άλλον. Αυτή η εικόνα εμφανιζόταν στην αφίσα της έκθεσης «Andy Warhol and Jean-Michel Basquiat», μιας έκθεσης που πραγματοποιήθηκε στην γκαλερί Tony Shafrazi Gallery, το 1985.
Δυστυχώς, αυτή η έκθεση – ενώ ήταν ένα από τα μεγάλα καλλιτεχνικά γεγονότα της δεκαετίας του 1980 – θα ήταν η τελευταία του ζευγαριού.
Η κριτική αντίδραση στην έκθεση ήταν κακή, με τον Μπασκιά να αποκαλείται «μασκότ» του Γουόρχολ σε άρθρο των New York Times. Παρά τις σκληρές κριτικές, ο Γουόρχολ έγινε «μάνατζερ» του Μπασκιά, ο οποίος άρχισε να παίρνει σκληρά ναρκωτικά και ηρωίνη.
Ντροπή και κατακραυγή ακολουθούσε το ζευγάρι σε κάθε κοινή τους έξοδο. Σύντομα ο Μπασκιά σταμάτησε να τηλεφωνεί στον Γουόρχολ και το ζευγάρι έπαψε να συνεργάζεται. Δυστυχώς, η σχέση τους δεν ανέκαμψε ποτέ πραγματικά. Το 1987, ο Γουόρχολ πέθανε ξαφνικά αφού κάποια χρόνια πριν είχε δεχθεί μια απόπειρα δολοφονίας του από τη συγγραφέα Βαλερί Σολάνας, που τον είχε τραυματίσει σοβαρά – ο Μπασκιά θα πέθαινε ένα χρόνο αργότερα, το 1988, από υπερβολική δόση ηρωίνης.
- Η έκθεση Basquiat x Warhol: Painting Four Hands στο Fondation Louis Vuitton στο Παρίσι εξετάζει τη σχέση τους και τη συνεργασία τους. Το ζευγάρι πιστεύεται ότι δημιούργησε από κοινού περίπου 160 έργα μεταξύ 1984 και 1986, ενώ η έκθεση περιλαμβάνει περισσότερους από 80 πίνακες που δημιούργησαν από κοινού και υπογράφουν οι δύο καλλιτέχνες.