Ο Αλέξης Γεωργούλης και ο Άλκης Κούρκουλος, δυο από τους πιο γοητευτικούς Έλληνες ηθοποιούς, παίζουν μαζί στους Μυστικούς Αρραβώνες του Γρηγόριου Ξενόπουλου, στο Εθνικό. Σε σκηνοθεσία του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Εθνικού, Σωτήρη Χατζάκη, το μυθιστόρημα του Γρηγόρη Ξενόπουλου αναβιώνει στην σκηνή Ρεξ – Μαρίκα Κοτοπούλη την παθιασμένη και πλατωνική ερωτική ιστορία του πολλά υποσχόμενου ζωγράφου Νάσου Ανάστη και της νεαρής ποιήτριας Θάλειας, που ανθίζει κάτω από την σκιά του μυστικού αρραβώνα του ζωγράφου με την Καίτη, η οποία λόγω πένθους αναγκάζεται να κρατήσει την χαρά της κρυφή. Δίπλα στους 2 άνδρες, παίζουν υπέροχα η Μαρίνα Καλογήρου (Θάλεια), η Δανάη Σκιάδη, η Ευδοκία Ρουμελιώτη καθώς και ένας υπέροχος θίασος. Η διασκευή του Άκη Δήμου και η σκηνοθεσια του Σωτήρη Χατζάκη μαζί με τον ικανότατο θίασο μάς μετέφεραν σε ένα αθηναϊκό σαλόνι της Μπελ Επόκ και μας συγκίνησαν με τον ανεκπλήρωτο έρωτα των πρωταγωνιστών. Αυτό το έργο του Ξενόπουλου – ένα από τα πιο αγαπημένα έργα του κοινού- ξεχωρίζει χάρη στις ερωτικές επιστολές τις οποίες περιλαμβάνει και που είναι οι αληθινές ερωτικές επιστολές τις οποίες ο 36χρονος τότε Ξενόπουλος είχε ανταλλάξει με την 18χρονη Θεώνη Δρακοπούλου, που αργότερα θα γίνονταν διάσημη με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μυρτιώτισσα και θα εξελίσσονταν στην σημαντικότερη ελληνίδα ποιήτρια του μεσοπολέμου. Οι Μυστικοί Αρραβώνες πρωτοδημοσιεύτηκαν σε συνέχειες στην εφημερίδα Έθνος από τις 22 Νοεμβρίου 1915 έως και τις 12 Μαΐου 1916 και ήταν τόση η απήχησή του που η εφημερίδα αναγκάστηκε να το δημοσιεύσει και πάλι έπειτα από λίγα χρόνια. Μάλιστα, είναι ένα τόσο αγαπημένο μυθιστόρημα, που στις 14 Σεπτεμβρίου 1979 ξεκίνησε από την ΥΕΝΕΔ η προβολή του ομώνυμου σίριαλ, με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, την Νόρα Βαλσάμη και την Μίρκα Παπακωνσταντίνου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Το σίριαλ αναδείχθηκε στο δημοφιλέστερο τηλεοπτικό πρόγραμμα της σεζόν 1979-1980. Κλείνοντας αυτό το post, μεταφέρω το επιμύθιο του έργου, μια φράση που σημάδεψε και συνεχίζει να σημαδεύει τις ζωές των περισσοτέρων, ίσως και όλων: “Όλοι τους θα μπορούσαν να ‘χαν ζήσει αλλιώς. Άν τους ρωτούσες, καθένας τους θα΄θελε κάτι άλλο. Αλλά έζησαν αυτό που τους δόθηκε. Και αυτό που ήθελαν το κρατάνε ακόμα κρυμμένο”.