Η Εθνική Λυρική Σκηνή εγκαινιάζει τη νέα εποχή στις νέες της εγκαταστάσεις στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος με ένα φιλόδοξο εγχείρημα, καθώς επιλέγει ως εναρκτήριο έργο ένα ανυπέρβλητο λυρικό αριστούργημα με ελληνική θεματολογία, την Ηλέκτρα του Ρίχαρντ Στράους, η οποία βασίζεται στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Η Ηλέκτρα παρουσιάζεται σε νέα φιλόδοξη παραγωγή, σε μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου, σκηνοθεσία – σκηνικά Γιάννη Κόκκου, στις 15, 18, 22, 26, 31 Οκτωβρίου 2017, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο ΚΠΙΣΝ. Η Ηλέκτρα, ένα εμβληματικό έργο του 20ού αιώνα που βασίζεται στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, έφερε στη σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ένα λαμπρό καστ διεθνούς ακτινοβολίας με την εξαιρετική Ζαμπίνε Χογκρέφε να κρατάει τον ρόλο του τίτλου και την κορυφαία Ελληνίδα δραματική μεσόφωνο Αγνή Μπάλτσα στην πρώτη της συνεργασία με το μοναδικό ελληνικό λυρικό θέατρο.
Στην ιστορική πρεμιέρα της Ηλέκτρας, που δόθηκε στην κατάμεστη Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος των 1400 θέσεων, έδωσαν το παρών ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, η Υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, βουλευτές, στελέχη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, καλλιτέχνες και φυσικά το πολυπληθές κοινό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Η Ηλέκτρα χαρακτηρίζεται ως μια από τις σημαντικότερες αλλά ταυτόχρονα και πιο απαιτητικές όπερες του 20ού αιώνα. Το ανέβασμά της αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την Εθνική Λυρική Σκηνή και τα μουσικά της σύνολα, καθώς η ιδιαίτερα σύνθετη παρτιτούρα, στην οποία ο Στράους ωθεί την εξπρεσιονιστική έκφραση στα άκρα και αγγίζει τα όρια της τονικότητας, προβλέπει περίπου 110 μουσικά όργανα. Η Ηλέκτρα του Στράους δεν έχει παρουσιαστεί ποτέ από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Ο συμβολισμός είναι πολλαπλός, καθώς επιλέγεται ως εναρκτήριο ένα έργο ελληνικής θεματολογίας, εμπνευσμένο από τον μύθο των Ατρειδών (Κύκλος Ατρειδών), αλλά ταυτόχρονα ένα έργο του 20ού αιώνα (Κύκλος 20ος αιώνας), καθώς μεταξύ των προθέσεων της ΕΛΣ είναι η ανάδειξη του γεγονότος ότι η λυρική τέχνη δεν εξαντλείται στον 19ο αιώνα.
Η μονόπρακτη όπερα Ηλέκτρα του Ρίχαρντ Στράους βασίζεται σε ποιητικό κείμενο του Αυστριακού συγγραφέα και ποιητή Χούγκο φον Χόφμανσταλ, το οποίο αντλήθηκε από το ομώνυμο θεατρικό του (1903). Παρότι στηρίζεται στην τραγωδία του Σοφοκλή, το κείμενο επικεντρώνεται κυρίως στην εμμονή της Ηλέκτρας να εκδικηθεί για τον θάνατο του πατέρα της, αλλά και στα συναισθήματα και την ψυχολογία της καθώς συνομιλεί με τα υπόλοιπα πρόσωπα της τραγωδίας, την αδελφή της Χρυσοθέμιδα, τον αδελφό της Ορέστη και τη μητέρα της Κλυταιμνήστρα.
Η Ηλέκτρα, ανήκει στο είδος που οι Γερμανοί ονόμασαν Literaturoper, δηλαδή όπερα η οποία βασίζεται άμεσα σε λογοτεχνικό κείμενο. Επιπροσθέτως, το ποιητικό κείμενο του Χούγκο φον Χόφμανσταλ έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία και μπορεί να εκτιμηθεί για τις αρετές της γραφής του, ενώ ταυτόχρονα διαθέτει χαρακτηριστικά που υπηρετούν τους σκοπούς της λυρικής τέχνης, καθώς μπορεί να παρακολουθήσει κανείς την όπερα χωρίς να καταλαβαίνει λέξη.
Η Ηλέκτρα του Χόφμανσταλ θεωρείται ότι υπήρξε ένα πραγματικό εύρημα στη μετά-Βάγκνερ εποχή. Ως κείμενο οδήγησε στα άκρα τη βαγκνερική σύγκρουση ανάμεσα στο αρχαϊκό και το σύγχρονο, ανάμεσα στην αποστασιοποίηση που προσφέρει ο μύθος και σε μια προβολή προς τα μέσα, που έχει την αφετηρία της στην ψυχανάλυση. Έτσι, επέτρεψε στον Στράους να προχωρήσει το μουσικό δράμα ένα βήμα παραπέρα από τον Βάγκνερ. Ο προϊστορικός τόπος της δράσης γίνεται ο τόπος ενός ψυχολογικού δράματος με εξαιρετικά μελετημένη ορχηστρική αντίστιξη, χωρίς καμία εμφανή ασυνέχεια ανάμεσα σε εσωτερικό και εξωτερικό, μουσική και σκηνή.
Δεν είναι τυχαία η αναφορά του Ίγκορ Στραβίνσκι, το 1913, ότι “οι μοναδικές σημαντικές όπερες που γράφτηκαν μετά τον Πάρσιφαλ είναι η Ηλέκτρα του Στράους και ο Πελλέας και Μελισάνθη του Ντεμπυσσύ“.
Ο Στράους ανταποκρίθηκε στις προκλήσεις του ποιητικού κειμένου του Χόφμανσταλ με μια παρτιτούρα η οποία, σε διάρκεια περίπου εκατό λεπτών, περιλαμβάνει δεκάδες Leitmotive (καθοδηγητικά μουσικά σχήματα), τα οποία σχολιάζουν τη δράση και την ψυχολογία των βασικών προσώπων. Η δομή της ορχηστρικής συνοδείας στην Ηλέκτρα επιτρέπει στον ακροατή να προσλάβει τη μουσική χωρίς να τον απασχολεί το ακριβές νόημα κάθε λεπτομέρειας. Μπορεί να απορροφηθεί από όσα συμβαίνουν στη σκηνή και την ίδια στιγμή να υποκύψει στη «μαγεία των σχέσεων» ανάμεσα στα Leitmotive, χωρίς να αναζητά τι σημαίνει το καθένα, αλλά έχοντας μιαν αόριστη αίσθηση ότι υπάρχει συνοχή ανάμεσά τους σ’ ένα απερίγραπτα εκλεπτυσμένο επίπεδο. Αυτό δίνει στη μουσική τη λειτουργία ενός ψυχολογικού ή ψυχαναλυτικού σχολιασμού όσων διαδραματίζονται επί σκηνής, ενός σχολιασμού καθηλωτικού όσο και δύσκολου να διατυπωθεί με λέξεις. Η όπερα έχει συμμετρική δομή και αποτελείται από οκτώ εικόνες, που διαδέχονται άμεσα η μία την άλλη· ανάμεσά τους περιλαμβάνονται τέσσερα ντουέτα. Στην πρώτη σκηνή εμφανίζονται οι θεραπαινίδες. Ακολουθεί ο μονόλογος της Ηλέκτρας, το πρώτο ντουέτο ανάμεσα σε Ηλέκτρα και Χρυσοθέμιδα, το ντουέτο ανάμεσα σε Ηλέκτρα και Κλυταιμνήστρα, το δεύτερο ντουέτο ανάμεσα σε Ηλέκτρα και Χρυσοθέμιδα, το ντουέτο ανάμεσα σε Ηλέκτρα και Ορέστη, ένα σύντομο επεισόδιο με τον Αίγισθο, οι φόνοι και ο τελικός μονόλογος της Ηλέκτρας. Για την «ψυχολογική πολυφωνία» που εμπνεύστηκε –ο όρος ανήκει στον ίδιο– ο Στράους επιστρατεύει τις μεγαλύτερες ορχηστρικές δυνάμεις από οποιαδήποτε άλλη όπερα ρεπερτορίου, μία ορχήστρα που ξεπερνά σε αριθμό τους εκατό μουσικούς και περιλαμβάνει είκοσι ξύλινα πνευστά, είκοσι χάλκινα, 62 έγχορδα, γκλόκενσπιλ, τσελέστα, δύο άρπες και κρουστά, δυνάμεις μεγαλύτερες από αυτές που προβλέπει ο Βάγκνερ στο Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ. Από το τεράστιο αυτό σύνολο σε ένα έργο γεμάτο αίμα, εφιάλτες και ακραία συναισθήματα, ο Στράους ζητά να αποδοθεί η μουσική «σαν να πρόκειται για Μέντελσον: νεραϊδομουσική»! Ο συνθέτης αξιοποιεί όλα αυτά τα όργανα προκειμένου να διαρρήξει την ηχητική ομοιογένεια, να κινηθεί με μεγάλη φαντασία στον κόσμο των ηχοχρωμάτων, να οδηγήσει τη λαμπρότητα της λεπτομέρειας στα όρια της δεξιοτεχνίας.
Τη σκηνοθεσία και τα σκηνικά της Ηλέκτρας υπογράφει ο σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης της όπερας, Γιάννης Κόκκος, ο οποίος αναφέρει για την παραγωγή: “Η σκηνή γίνεται ένας τόπος ο οποίος μιλά για τον εγκλωβισμό και την τρέλα, την εμμονή και τη φαντασίωση, τη λάσπη και τον χρυσό. Και ταυτόχρονα την αντοχή αρχαίων ιστοριών, οι οποίες ζουν στο παρόν. Υπάρχει η ανάμνηση των Μυκηνών και της Βιέννης, όπως επίσης θραύσματα μιας πρόσφατης ιστορικής μνήμης. Όμως πάνω απ’ όλα υπήρξε η πρόθεση να καταστεί ορατή αυτή η ελληνική μήτρα, η τόσο αγαπητή στον Χόφμανσταλ. Από αυτήν ξεπροβάλλει η τρομακτική άβυσσος του ασυνειδήτου, η οποία ακριβώς διερευνάται στη Βιέννη της αυγής του 20ού αιώνα, όπου μαίνεται η καταιγίδα της Ηλέκτρας“. Ο Γιάννης Κόκκος, με έδρα του το Παρίσι, έχει παρουσιάσει δουλειές του στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου από τη Σκάλα του Μιλάνου έως το Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου και από το Ρεάλ της Μαδρίτης έως την Όπερα της Βιέννης και το Μαριίνσκι, έχει συνεργαστεί με τους κορυφαίους μαέστρους (Αμπάντο, Μούτι, Γκάρντινερ, Μέτα κ.α.) ενώ έχει τιμηθεί με πληθώρα βραβείων για το έργο του.
Αγνή Μπάλτσα
Η Ηλέκτρα σηματοδοτεί την πρώτη συνεργασία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με την κορυφαία Ελληνίδα μεσόφωνο Αγνή Μπάλτσα, η οποία αναλαμβάνει τον ρόλο της Κλυταιμνήστρας σε όλες τις παραστάσεις. Η Αγνή Μπάλτσα πρωτοεμφανίστηκε το 1968, σε ηλικία μόλις 24 ετών και με μεγάλη επιτυχία, ως Κερουμπίνο (Οι γάμοι του Φίγκαρο) στην Όπερα της Φραγκφούρτης, ενώ ακολούθησε ο Οκταβιανός (Ο ιππότης με το ρόδο) στην Όπερα της Βιέννης. Έκτοτε ξεκίνησε μια συναρπαστική καλλιτεχνική διαδρομή, η οποία την οδήγησε στα σπουδαιότερα θέατρα του κόσμου: Κρατική Όπερα Βαυαρίας (Μόναχο), Βασιλική Όπερα Λονδίνου (Κόβεντ Γκάρντεν), Όπερα Παρισιού, Σκάλα Μιλάνου, Μητροπολιτική Όπερας Νέας Υόρκης, Θέατρο Ρεάλ Μαδρίτης κ.ά. Συνεργάστηκε επανειλημμένα με τη Γερμανική Όπερα Βερολίνου, την Κρατική Όπερα Βιέννης, το Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ, ενώ οι επιτυχημένες περιοδείες της έφτασαν έως τη Λατινική Αμερική, την Ιαπωνία και την Κορέα. Καθοριστική στην καλλιτεχνική της πορεία υπήρξε η στενή δεκαπεντάχρονη συνεργασία της με τον θρυλικό αρχιμουσικό Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, ο οποίος θεωρούσε τη Μπάλτσα «τη σπουδαιότερη δραματική μεσόφωνο της εποχής μας».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της πολύχρονης σταδιοδρομίας της, συνεργάστηκε με τα πιο ηχηρά ονόματα σκηνοθετών, αλλά και αρχιμουσικών όπως οι Καρλ Μπαιμ, Λέοναρντ Μπερνστάιν, Ρικκάρντο Μούτι, Λόριν Μααζέλ, Σεΐτζι Οζάουα, Κλάουντιο Αμπάντο, Κόλιν Ντέιβις, Τζουζέππε Σινόπολι και Αντονέλλο Αλλεμάντι. Σε σύμπραξη δε με σπουδαίους μονωδούς πραγματοποίησε πολυάριθμες τηλεοπτικές εμφανίσεις, αλλά και ηχογραφήσεις για λογαριασμό των σπουδαιότερων δισκογραφικών εταιρειών (ΕΜΙ, DG, BMG, Decca κ.ά.).
Η Αγνή Μπάλτσα όλα αυτά τα χρόνια έχει εισπράξει τον ύψιστο θαυμασμό, το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού, αλλά και τα αποθεωτικά σχόλια των μουσικοκριτικών. Η τεχνικά άψογη φωνή της, η οποία συνδυάζει μεστότητα και ευλυγισία, η επιβλητική σκηνική παρουσία, το λαμπερό ταμπεραμέντο, αλλά και οι σωστές επιλογές ρεπερτορίου την κατάλληλη χρονική στιγμή, το ταλέντο της να πετυχαίνει με ό,τι καταπιάνεται οδήγησαν σε μια σπουδαία σταδιοδρομία, σε συνεργασίες αξιοζήλευτες και εμφανίσεις μοναδικές στις πιο σημαντικές σκηνές παγκοσμίως.
Σπάνια περίπτωση καλλιτέχνιδας η οποία συνδυάζει μουσικότητα, θεατρικότητα και λυρική ερμηνεία, η ίδια δεν αναλώθηκε στην υπέρμετρη προσπάθεια προβολής – μέχρι και σήμερα άλλωστε έχει δώσει ελάχιστες συνεντεύξεις και δεν έχει προσωπική διαδικτυακή σελίδα. Ακολουθώντας τη λογική και το ένστικτό της υπήρξε προσηλωμένη στους στόχους της.
Τον ρόλο της Ηλέκτρας θα ερμηνεύσει η διακεκριμένη Γερμανίδα υψίφωνος Ζαμπίνε Χογκρέφε. Η Χογκρέφε έχει ερμηνεύσει τον ρόλο της Ηλέκτρας με μεγάλη επιτυχία, μεταξύ άλλων, στην όπερα του Γκαίτεμποργκ, το Θέατρο Σαν Κάρλο Νάπολης και το Κρατικό Θέατρο Ντέτμολντ. Έχει εμφανιστεί στο Φεστιβάλ του Μπάυροϋτ, στις Όπερες της Φρανκφούρτης, του Μονάχου, του Αννόβερου, του Αμβούργου κ.α.
Ο Ολλανδός τενόρος Φρανκ βαν Άκεν, ο οποίος θα ερμηνεύσει τον ρόλο του Αίγισθου, συγκαταλέγεται στους δημοφιλέστερους της γενιάς του. Έχει τραγουδήσει σε Φεστιβάλ Μπάυροϋτ και Μπάντεν-Μπάντεν, Μεγάλο Θέατρο Λισέου Βαρκελώνης, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Κρατική Όπερα Βιέννης και Σκάλα Μιλάνου. Έλαβε εξαιρετικές κριτικές ως Ζήγκμουντ (Βαλκυρία, 2012) στη Μητροπολιτική Όπερα Νέας Υόρκης. Πρόσφατα ερμήνευσε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στα έργα Τάνχωυζερ (Βουδαπέστη, Κρατική Όπερα Δρέσδης), Τριστάνος και Ιζόλδη, Γκούντραμ του Ρ. Στράους, καθώς επίσης Ζήγκμουντ (Βαλκυρία, Βαρκελώνη).
Η Γερμανίδα υψίφωνος Γκουν-Μπριτ Μπάρκμιν ερμηνεύει τον ρόλο της Χρυσόθεμις. Μεταξύ άλλων, έχει ερμηνεύσει ρόλους όπως Σαλώμη, Χρυσόθεμις και Αριάδνη. Σημείωσε μεγάλη επιτυχία ως Μαρί (Βότσεκ) στην πρώτη της εμφάνιση στην Εθνική Όπερα του Παρισιού την προηγούμενη σεζόν. Διαθέτοντας ένα εντυπωσιακά ευρύ ρεπερτόριο, έχει εμφανιστεί στην Κωμική Όπερα Βερολίνου, την Όπερα της Ζυρίχης, το Φεστιβάλ Ζάλτσμπουργκ, το Βασιλικό Θέατρο Μαδρίτης, την Κρατική Όπερα Βιέννης κ.α.
Στον ρόλο του Ορέστη ο σπουδαίος Έλληνας βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός, ο οποίος μετά τη μεγάλη επιτυχία της πολυβραβευμένης ηχογράφησης του Ντον Τζοβάννι με τον Θόδωρο Κουρετζή και ύστερα από τις ιδιαιτέρως επιτυχημένες εμφανίσεις σε Παρίσι, Μπολσόι, Βαρκελώνη, Βρυξέλλες, Ζυρίχη, Περμ, Νέα Υόρκη κ.α., θα αναμετρηθεί για πρώτη φορά με το αριστούργημα του Στράους.
Το ιδιαιτέρως απαιτητικό κομμάτι της μουσικής διεύθυνσης της Ηλέκτρας έχει αναλάβει ο διακεκριμένος Έλληνας αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος. Διετέλεσε διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (2011/14) και κορυφαίος αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής της Νοτιοδυτικής Γερμανίας στην Κωνσταντία (2005/15). Έχει διευθύνει ορχήστρες όπως: Φιλαρμόνια Λονδίνου, Ορχήστρα Μοτσαρτέουμ Ζάλτσμπουργκ, Φιλαρμονική Ορχήστρα Ραδιοφωνίας Αννόβερου, Κρατική Φιλαρμονική Ορχήστρα Νυρεμβέργης, Νέα Φιλαρμονική Ιαπωνίας, Συμφωνική Ορχήστρα Φλάνδρας, Συμφωνική Ορχήστρα Κουήνσλαντ και Εθνική Ορχήστρα Χωρών του Λίγηρα. Το οπερατικό του ρεπερτόριο καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα το οποίο εκτείνεται από το μπαρόκ έως τον 21ο αιώνα. Πρόσφατα διηύθυνε με μεγάλη επιτυχία τα έργα Ηλέκτρα και Γυναίκα δίχως σκιά του Ρίχαρντ Στράους στην Κρατική Όπερα Βησμπάντεν. Το 2016 εξελέγη καθηγητής διεύθυνσης ορχήστρας στη Μουσική Ακαδημία Φραγκφούρτης.
Σημείωμα του σκηνοθέτη Γιάννη Κόκκου: Ένας χορός θανάτου
Στη Βιέννη, ειδικά την εποχή κατά την οποία ο Στράους και ο Χόφμανσταλ δημιουργούσαν την Ηλέκτρα, οι ιδέες και οι νέες αισθητικές φόρμες διαχώριζαν βίαια τον 20ό αιώνα από τον «κόσμο του χθες» και τον ωθούσαν προς ένα αβέβαιο μέλλον, το οποίο θα αποκάλυπτε το αληθινό του πρόσωπο στις σφαγές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Δύο έργα ενσάρκωναν τη ριζοσπαστικότητα της στιγμής: η Ηλέκτρα του Στράους και η Προσμονή του Σαίνμπεργκ. Το τελευταίο αυτό, το οποίο θα αποτελέσει μέρος των «εκφυλισμένων έργων» που καταδικάστηκαν από τους ναζί, άνοιξε τον δρόμο της σημερινής μουσικής, μέσα από την πλήρη ρήξη με τους μουσικούς κανόνες. Το άλλο, η όπερα του Στράους, μέσα από έναν διαφορετικό δρόμο, συγκρουόμενη με τις μουσικές επιρροές του παρελθόντος, ώθησε τις φωνές μέχρι τα όριά τους και έδωσε ένταση στα ηχοχρώματα μέχρι πυράκτωσης. Μέσω αυτών ανέκτησε μια αρχαϊκή βαρβαρότητα και βρήκε έναν ξεχωριστό τρόπο να επανεφεύρει τη «γέννηση της τραγωδίας».
Εμπνευσμένη από τον Σοφοκλή, η όπερα επικεντρώνεται στη μορφή της Ηλέκτρας, η οποία ενσαρκώνει απολύτως την εμμονή της εκδίκησης και τα ακραία όρια της ανθρώπινης φύσης. Αφήνοντας κατά μέρος τον μηχανισμό του φόνου και του μοιραίου στην αλληλουχία των εγκλημάτων του παρελθόντος –της δολοφονίας του Θυέστη, πατέρα του Αίγισθου, της ανήθικης δολοφονίας της Ιφιγένειας από τον πατέρα της– η όπερα του Στράους εστιάζει στη διπλή εικόνα ενός πλάσματος το οποίο έγινε άγριο λόγω της ταπείνωσης και της αδικίας, και μιας μορφής σχεδόν θρησκευτικής, η οποία περιγράφεται ως καθαγιασμένη από τη θλίψη.
Η Ηλέκτρα ενσαρκώνει την άρνηση. Άρνηση να ξεχάσει. Άρνηση να προσποιηθεί. Άρνηση να δει τον εαυτό της στο μέλλον. Γι’ αυτήν ο χρόνος σταμάτησε τη βραδιά κατά την οποία ο πατέρας της δολοφονήθηκε από τους δύο συνεργούς. Από τότε, κάθε βράδυ την ίδια ώρα η επίκληση του πατέρα, η μανιακή αναπαράσταση του φόνου την κινητοποιούν και τη συντηρούν σε μια κατάσταση επιβίωσης. Μοναδικός λόγος της ύπαρξής της είναι η προετοιμασία του φόνου των δολοφόνων, την οποία οραματίζεται ως τελετουργική θυσία που οφείλει να τελέσει ο Ορέστης. Όταν αυτός ξεπροβάλλει από τη νύχτα ως φάντασμα και πραγματοποιεί την πράξη, ο μοναδικός λόγος ύπαρξής της παύει. Εκμηδενισμένη, η Ηλέκτρα πεθαίνει κατά τη διάρκεια ενός εξιλεωτικού χορού, έξοχου αλλά και αξιολύπητου.
Σε αυτή την Ηλέκτρα συναντά κανείς τους οδυνηρούς τόνους των προβλέψεων και της απόγνωσης της Κασσάνδρας, φυλακισμένης και ερωμένης του πατέρα, στερημένης από το πεπρωμένο της. Συναντά κανείς εξίσου τη μορφή του Άμλετ, μεταγενέστερου δημιουργήματος. Ακολουθώντας το αίτημα του φαντάσματος του πατέρα, τραυματισμένος από την προδοσία της μητέρας, ο Άμλετ, βαθιά πληγωμένος και διστακτικός, Ηλέκτρα και Ορέστης ταυτόχρονα, δεν δρα παρά στο τέλος της τραγωδίας του Σαίξπηρ και τότε σχεδόν παρά τη θέλησή του.
Όσο για την Κλυταιμνήστρα, η μοναξιά, οι εφιάλτες της νύχτας, ο φόβος του θανάτου που τη συνοδεύουν αποδυναμώνουν την ισχύ της. Αληθινή υπνοβάτιδα, με τα βλέφαρα βαριά από την αϋπνία να καλύπτουν ένα βλέμμα τρομοκρατημένο, αντικρίζει την ανυπαρξία.
Η Χρυσόθεμις, η ανεστραμμένη όψη της Ηλέκτρας, δύναμη ζωής αλλά δέσμια της ιστορίας της, των τόπων αλλά και του εαυτού της, προσπαθεί να φανταστεί το μέλλον.
Σαν να επέστρεψε στη ζωή από τον κόσμο των νεκρών, ο Ορέστης, ο αδερφός τον οποίο ανέμεναν, έρχεται για να σκοτώσει. Εργαλείο μιας εκδίκησης, οφείλει να τιμωρήσει το έγκλημα των άλλων με ένα έγκλημα. Το χρέος του επιβάλλεται από την εμμονική μνήμη της αδελφής του Ηλέκτρας. Πραγματοποιώντας το, αυτός, ο φορέας απόδοσης του δικαίου, γίνεται μητροκτόνος.
Όλοι οι άλλοι, υπηρέτες, έμπιστοι, φρουροί, αγγελιοφόροι, με επικεφαλής τον εραστή-σφετεριστή Αίγισθο, αποτελούν μια σκοτεινή αυλή, ταυτόχρονα τρομακτική και τρομοκρατημένη. Οι μορφές αυτές, γεμάτες από τις προγονικές αγωνίες, εμπλεκόμενες στο έγκλημα, ξαναζούν σε σημερινά σώματα την ακόρεστη διαφθορά τους.
Με αυτό τον τρόπο θα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε την Ηλέκτρα. Η σκηνή γίνεται ένας τόπος ο οποίος μιλά για τον εγκλωβισμό και την τρέλα, την εμμονή και τη φαντασίωση, τη λάσπη και τον χρυσό. Και ταυτόχρονα την αντοχή αρχαίων ιστοριών, οι οποίες ζουν στο παρόν. Υπάρχει η ανάμνηση των Μυκηνών και της Βιέννης, όπως επίσης θραύσματα μιας πρόσφατης ιστορικής μνήμης. Όμως πάνω απ’ όλα υπήρξε η πρόθεση να καταστεί ορατή αυτή η ελληνική μήτρα, η τόσο αγαπητή στον Χόφμανσταλ. Από αυτήν ξεπροβάλλει η τρομακτική άβυσσος του ασυνειδήτου, η οποία ακριβώς διερευνάται στη Βιέννη της αυγής του 20ού αιώνα, όπου μαίνεται η καταιγίδα της Ηλέκτρας.
Η Ηλέκτρα με μια ματιά
Ο συνθέτης / Ο Ρίχαρντ Στράους γεννήθηκε στις 11 Ιουνίου 1864 στο Μόναχο και πέθανε στις 8 Σεπτεμβρίου 1949 στο Γκάρμις της Βαυαρίας. Ο πατέρας του, o Φραντς Στράους [FranzStrauss], ήταν κορνίστας στην Ορχήστρα της Αυλής του Μονάχου. Σε πολύ νεαρή ηλικία ο συνθέτης άρχισε μαθήματα πιάνου, βιολιού και σύνθεσης, ενώ στα έξι του χρόνια έγραψε τα πρώτα του έργα. Την περίοδο 1882/83 παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, το 1885 διορίστηκε βοηθός αρχιμουσικού του Χανς φον Μπύλο [HansvonBülow] στην Ορχήστρα του Μάινινγκεν. Αργότερα διετέλεσε αρχιμουσικός στη Βαϊμάρη, το Μόναχο, το Βερολίνο και τη Βιέννη. Το 1894 παντρεύτηκε την υψίφωνο Παουλίνε ντε Άνα [PaulinedeAhna]. Η πλούσια εργογραφία του περιλαμβάνει μεταξύ άλλων συμφωνικά ποιήματα, όπως τα έργα Μάκβεθ [Macbeth, 1890], Δον Χουάν [DonJuan, 1889], Θάνατος και εξαΰλωση [TodundVerklärung, 1890], Τα φαιδρά καμώματα του Τιλ Ώυλενσπηγκελ [TillEulenspiegelslustigeStreiche, 1895], Τάδε έφη Ζαρατούστρα [AlsosprachZarathustra, 1896], Η ζωή ενός ήρωα [EinHeldenleben, 1899] κ.ά., και όπερες, όπως οι Γκούντραμ [Guntram, 1894), Σαλώμη [Salome, 1905], Ηλέκτρα [Elektra, 1909], Ο ιππότης με το ρόδο [DerRosenkavalier, 1911], Αριάδνη στη Νάξο [AriadneaufNaxos, 1912/16], Η γυναίκα δίχως σκιά [DieFrauohneSchatten, 1919], Αραμπέλλα [Arabella, 1933], Δάφνη [Daphne, 1938] κ.ά.
Πρεμιέρες / Η όπερα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Όπερα της Αυλής της Δρέσδης στις 25 Ιανουαρίου 1909.. Την ορχήστρα διηύθυνε ο Αυστριακός Ερνστ φον Σουχ [ErnstvonSchuch], ο οποίος υπήρξε σταθερός συνεργάτης του Στράους και είχε συμβάλει αποφασιστικά στην ανάδειξη της Όπερας της Δρέσδης σε μια από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές λυρικές σκηνές. Στην Αθήνα η Ηλέκτρα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, στις 24 Ιουνίου 1942, στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού από την Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών. Έκτοτε έχει επανέλθει αρκετές φορές σε διάφορες σκηνές ενώ από την Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζεται για πρώτη φορά.
ΣΥΝΟΨΗ του πρωτοτύπου
Η Ηλέκτρα ζει στο Άργος θρηνώντας τον φόνο του πατέρα της Αγαμέμνονα από τη μητέρα της Κλυταιμνήστρα και τον εξάδελφό του Αίγισθο, ο οποίος νυμφεύτηκε την Κλυταιμνήστρα. Εύχεται να επιστρέψει ο αδερφός της Ορέστης από τη Φωκίδα, όπου τον μεγάλωσε παιδαγωγός προκειμένου να τον σώσει από τους δολοφόνους του πατέρα του. Η Ηλέκτρα θέλει να εκδικηθεί ο Ορέστης τον φόνο του Αγαμέμνονα. Την επιθυμία της συμμερίζεται η αδερφή της Χρυσόθεμις. Όσο, όμως, βλέπει ότι ο αδερφός της δεν επιστρέφει, η Χρυσόθεμις ελπίζει να μπορέσει να φύγει από το παλάτι ώστε να έχει καλύτερη ζωή ως σύζυγος και μητέρα. Προειδοποιεί την Ηλέκτρα ότι η μητέρα τους προτίθεται να την κλειδώσει σε πύργο. Φτάνει η Κλυταιμνήστρα, η οποία δεν μπορεί να κοιμηθεί από τους εφιάλτες. Προτίθεται να προβεί σε ακόμα μία θυσία, προκειμένου να εξευμενίσει τους θεούς. Η Ηλέκτρα τής λέει πως εκείνη ξέρει ποιος ακριβώς πρέπει να θυσιαστεί στους θεούς ώστε να πάψει να έχει εφιάλτες. Στρέφει τη συζήτηση στον αδερφό της. Ρωτά τη μητέρα της γιατί δεν επιτρέπει την επιστροφή του, κι όταν εκείνη αποκρίνεται πως ο Ορέστης έχει χάσει τα λογικά του, η Ηλέκτρα την κατηγορεί ότι πλήρωσε για να τον σκοτώσουν. Το αίμα που ζητούν οι θεοί είναι το δικό της. Μόνο αν χυθεί το αίμα της θα πάψει να ονειρεύεται. Τότε οι θεραπαινίδες ψιθυρίζουν κάτι στο αυτί της Κλυταιμνήστρας κι εκείνη ξεσπά σε υστερικά γέλια. Η Χρυσόθεμις πληροφορεί πως δύο μαντατοφόροι βεβαιώνουν ότι ο Ορέστης σκοτώθηκε από τα ίδια του τα άλογα. Μετά από αυτή την εξέλιξη, η Ηλέκτρα προσπαθεί να πείσει τη Χρυσόθεμη να τη βοηθήσει να εκδικηθεί. Όμως η νεότερη αδελφή θέλει να ξεφύγει από τη φρίκη και να ζήσει τη ζωή τρυφερής συζύγου και μητέρας. Η Ηλέκτρα αποφασίζει πως πρέπει μόνη της να εκδικηθεί για τον φόνο του πατέρα της. Στην αυλή η Ηλέκτρα συναντά έναν από τους δύο μαντατοφόρους, ο οποίος περιμένει να τον καλέσουν ώστε να μεταφέρει ο ίδιος τα νέα στη βασίλισσα. Ισχυρίζεται ότι ήταν φίλος του Ορέστη και πως ήταν μαζί του τη στιγμή του θανάτου του. Από τον θρήνο της ο άγνωστος άνδρας συνάγει ποια είναι και αποκαλύπτει πως ο ίδιος είναι ο Ορέστης. Όταν τον καλούν στα διαμερίσματα της βασίλισσας, η Ηλέκτρα ξεχνά να του δώσει το τσεκούρι της εκδίκησης, το οποίο φύλαγε για εκείνον. Φτάνει ο Αίγισθος, ενθουσιασμένος από τα νέα για τον θάνατο του Ορέστη. Η Ηλέκτρα τον οδηγεί στο παλάτι, όπου περιμένει ο Ορέστης με τους ακολούθους του. Λίγο αργότερα, βγαίνει τρέχοντας η Χρυσόθεμις, η οποία αναγγέλλει γεμάτη χαρά στην Ηλέκτρα ότι ο Ορέστης επέστρεψε και εκδικήθηκε για τον φόνο του πατέρα τους. Η Ηλέκτρα ξεσπά σε έναν εκστατικό χορό, στην κλιμάκωση του οποίου σωριάζεται νεκρή.
Φωτογραφίες: Χάρης Ακριβιάδης