Το χθεσινό απόγευμα ήταν για μένα μια από τις ωραιότερες θεατρικές εμπειρίες του τελευταίου καιρού: Ήταν η έναρξη της πλατφόρμας νέων δημιουργών που παρουσιάζουν την δουλειά τους στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και σηματοδοτήθηκε με την παράσταση Ο κήπος με τα κυπαρίσσια του Δημήτρη Θρασυβούλου, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Φραντζέσκου. Το θέμα του φετινού θεατρικού φεστιβάλ είναι ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, από την έναρξη του οποίου συμπληρώνονται φέτος 70 χρόνια – το θεματικό φεστιβάλ θα διαρκέσει μέχρι τις 3 Απριλίου. Πηγαίνοντας στο Rex (όπου στο Υπόγειο -1 του φιλοξενείται η Πειραματική Σκηνή), πραγματικά, δεν περίμενα τόσο πολύ κόσμο να γεμίζει ασφυκτικά την πλατεία, με πολλούς να κάθονται κατά γης και άλλους να παρακολουθούν την παράσταση όρθιοι από τα πλαϊνά του θεάτρου. Σε μια εποχή που η τέχνη αλλά και άνθρωποι της τέχνης περνούν δύσκολα και αμφισβητείται η “ελληνικότητα” των πράξεων, το να βγαίνουν νέοι καλλιτέχνες που συν/εργάζονται συλλογικά πάνω σε ένα project και να δείχνουν το όραμά τους σε μια αίθουσα που καταφέρνουν να την γεμίσουν (χωρίς διαφήμιση) και να κερδίζουν το ειλικρινές χειροκρότημα των θεατών, ε αυτό είναι 1000% ελπιδοφόρο και μπράβο στο Εθνικό Θέατρο και την Πειραματική Σκηνή, που άνοιξε ξανά τις πόρτες της για να δώσει βήμα και «φωνή» σε νέους καλλιτέχνες, με καλλιτεχνικούς διευθυντές τους Ανέστη Αζά και Πρόδρομο Τσινικόρη, και που δημιουργεί τέτοιες συνθήκες, προσκαλώντας την νεολαία σε δημιουργικό οργασμό.
Μαζί με χειροκροτήματα, αισθάνθηκα και πολλά δακρυσμένα μάτια γύρω μου, βουβά δακρυσμένα. Προσωπικά, αυτό είχε να μου συμβεί τουλάχιστον 3 χρόνια. Ο κήπος με τα κυπαρίσσια μας μεταφέρει κάποια χρόνια πίσω, σε ένα χωριό της Σάμου: Μια μάνα, 3 παιδιά κι ένας νεκρός. Πέντε μονόλογοι σε μορφή αναλογίου, περιστρέφονται γύρω από το νεκρό αγόρι που, αντάρτης στα βουνά της Σάμου, τουφεκίστηκε από συντοπίτες του, τα χρόνια του εμφυλίου. Πέντε μονόλογοι, ο ένας πιο συγκινητικός από τον άλλο, ο κάθε ένας τόσο διαφορετικός όσο είναι και οι ανθρώπινες ψυχές. Ένα έργο βαθιά ελληνικό που σου χαρίζει εικόνες από την “αγία” ελληνική οικογένεια, και που θα μπορούσε να αναφέρεται σε όποια οικογένεια -πολιτικά διχασμένη- της Καστοριάς, της Τρίπολης, του Βόλου, της Χαλκίδας, του κάθε μικρού χωριού στην Ελλάδα, τότε που η χώρα έχει μόλις βγει από έναν πόλεμο, προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της, και εξαιτίας του εθνικού διχασμού, μπαίνει σε έναν άλλο… Για τον σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή της παράστασης, τον Θοδωρή Φραντζέσκο, τα έχετε διαβάσει εδώ… Απόφοιτος της δραματικής του Εθνικού, παίζει στην Φιλουμένα και στην τωρινή Άννα Καρένινα, έχει συνεργαστεί με “ιερά τέρατα” της εικαστικής σκηνής Μπομπ Γουίλσον και Μαρίνα Αμπράμοβιτς (παρουσίασε δουλειά του και στην τωρινή της επίσκεψη στην χώρα μας). Αυτό που παρουσίασε χθες, ήταν μαγικό. Πραγματικά ένιωσα θεατρική μέθεξη, είμαι σίγουρος πως αυτή η παράσταση δεν θα μείνει εδώ, θα συνεχίσει την πορεία της. Ο ίδιος κέρδισε το στοίχημα: βρήκε ένα έργο-διαμάντι, “έκοψε και έραψε” για να το φέρει στα σωστά κυβικά για να ανέβει στην σκηνή και βρήκε μοναδικούς, σπουδαίους συμπαραστάτες, 4 συγκλονιστικούς ηθοποιούς (ο ίδιος κράτησε τον ρόλο του νεκρού αδελφού): η Έρση Μαλικένζου στον ρόλο της μάνας (τέλεια η φράση της “Να κάνω μια καλή φαμίλια ευχόμουν!”), και τα 3 αδέλφια, Νεκταρία Γιαννουδάκη, Γιάννης Στόλλας και Σπύρος Τσεκούρας. Ο κάθε ένας από αυτούς δίνει στίγμα της τωρινής ζωής του, 30-40 χρόνια μετά το τραγικό συμβάν, για να καταλήξει να μας πει την δική του σχέση με τον Μιχάλη, το νεκρό αδελφό. Κάθε άνθρωπος, άλλη σκέψη, άλλη ιδεολογία, άλλο νοιάξιμο. Αλλά έτσι δεν είναι και στην πραγματική ζωή; Ένα πολύ απλό γεγονός, έχει τόσα αναγνώσματα όσα και οι άνθρωποι γύρω του. Λίγο πριν το τέλος, έρχεται και ο απών για να μας αφηγηθεί τι αγάπησε, τι λαχτάρησε και τι ένιωσε λίγο πριν το τέλος…
Φωτογραφίες πρεμιέρας: NDPphoto
Τι ήταν ελληνικός Εμφύλιος και πώς έχει επηρεάσει τη χώρα μας μέχρι σήμερα; Τι μάθαμε, τι ξεπεράσαμε, ποιες εκφάνσεις του διαιωνίζονται στον χρόνο και ποια ίχνη του επανέρχονται στη σημερινή πολιτική ένταση; Ποια διαλεκτική καλούμαστε να αναπτύξουμε στο θέατρο για να κατανοήσουμε αυτά τα γεγονότα; Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον εγχείρημα, που επιχειρεί να διαπραγματευτεί την εμφύλια σύγκρουση και να φωτίσει άγνωστες πτυχές αυτής, μέσα από προσωπικές αφηγήσεις- μαρτυρίες, ανοίγοντας παράλληλα έναν γόνιμο διάλογο με το σύγχρονο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.
“Βρισκόμαστε πλέον στην εποχή που ο Εμφύλιος παύει να είναι ταμπού κι αρχίζει να γίνεται αντικείμενο ιστορικών ερευνών και τελευταία αντικείμενο θεατρικών ή άλλων παραστάσεων, αρχίζει δηλαδή να ανοίγεται σε έναν δημόσιο διάλογο και επομένως να απενοχοποιείται. Κι αυτό συμβαίνει γιατί απλούστατα η ελληνική κοινωνία έχει πάψει πια να απειλείται από τα διακυβεύματα του Εμφυλίου, εφόσον και η γενιά του Εμφυλίου έχει αρχίσει να αποχωρεί και τα νέα παιδιά έχουν άλλα βιώματα και άλλες αγωνίες. Ο Εμφύλιος είναι επομένως ιστορία. Αν συγκλόνισε τόσο πολύ την ελληνική κοινωνία ήταν γιατί απείλησε ανοιχτά την ενότητα του εθνικού αφηγήματος σε μια σύγκρουση που είχε διεθνείς διαστάσεις. Οι ιστορικοί πολύ σωστά αρνούνται τη λογική ότι σε έναν Εμφύλιο φταίνε και οι δυο ή την άλλη εξίσου ισοπεδωτική λογική ότι φταίνε οι ξένοι δάχτυλοι κλπ. Στην δική μας περίπτωση δεν αναζητούμε τις ιστορικές βάσεις του Εμφυλίου. Στον Κήπο οι αίτιοι απουσιάζουν, γιατί το έργο δεν ενδιαφέρεται να καταδικάσει ή να δικαιώσει ούτε τον έναν, ούτε τον άλλον από τους εμπλεκόμενους. Στο έργο μας το ζητούμενο είναι να σκεφτούμε ότι ένα παιδί χάνεται, αθώο ή ένοχο δεν έχει σημασία και η οικογένειά του έχει σφραγισθεί ανεξίτηλα απ’ αυτή την απώλεια. Η απώλεια είναι λοιπόν το ένα μεγάλο ζήτημα για τον Κήπο και το άλλο είναι αυτή ακριβώς η διαχείριση της απώλειας μέσω της μνήμης που προσπαθεί να εξωραΐσει το τραύμα χωρίς να το καταφέρνει πάντα. Οι αφηγητές, κομμάτια ο καθένας ενός συνόλου που χτυπήθηκε από τον πόλεμο, αφηγούνται τη ζωή τους και προσπαθούν να κρύψουν τον πόνο τους, και είναι αυτός ο βαθύς πόνος που δεν κρύβεται τελικά. Στον Κήπο αφήνουμε τους ανθρώπους να μιλήσουν, για πρώτη φορά, γιατί αυτός είναι πιο ενδεδειγμένος τρόπος να ελαφρύνει το πένθος τους, που θα το κουβαλούν μέσα τους όσο θα ζουν. Δεν θέλουμε λοιπόν τίποτα περισσότερο, παρά να αφήσουμε τους ανθρώπους να μιλήσουν και τους θεατές να τους ακούσουν, απενοχοποιημένοι κι οι δυο, γιατί έτσι μόνο θα μπορέσει η κοινωνία του σήμερα να ξαλαφρώσει από εκείνος το βάρος, το σύγχρονο Κυλώνειο άγος”.
Θοδωρής Φραντζέσκος όπως σημειώνει στο culturenow.gr
Φωτογραφίες προγράμματος παράστασης: Γεράσιμος Φρόνιμος